Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Δημιουργία Χαρακτήρα, Ευγενία

Με αφορμή τα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στο Μικρό Πολυτεχνείο

Μία ηρωίδα φωτογραφίζεται. Πλάθω στοιχεία του βιογραφικού της
  • Έτος γέννησης 1940, 76 ετών
  • Γέννηση: Σαντορίνη => Αθήνα
  • Παντρεμένη χωρίς παιδιά
  • Όνομα: Ευγενία
  • Αγγλικά, Ιταλικά
  • Ηθοποιός
  • Χόμπυ: Ζωγραφική
Γράφω όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για το χαρακτήρα και τον πολιτισμό της (ατομικό, κοινωνικό). Μπαίνω νοερά στο σπίτι της και μου λέει όσο το δυνατόν περισσότερα για τον εαυτό της.
  • Γεννήθηκε στη Σαντορίνη και έζησε εκεί μέχρι να παντρευτεί σε ηλικία 30 ετών
  • Ολοκλήρωσε το Λύκειο και σπούδασε θέατρο μετακομίζοντας στην Αθήνα
  • Έδειξε από νωρίς το ενδιαφέρον της για τη ζωγραφική
  • Στα παιδικά της χρόνια βοηθούσε στο μαγαζί του πατέρα της ο οποίος ήταν γλύπτης και διέθετε επίσης και μία γκαλερί τέχνης
  • Διατηρεί φωτογραφικό αρχείο με εικόνες της νησιώτικης κουλτούρας της Σαντορίνης
  • Η οικογένειά της συνδέεται στενά με δραστηριότητες της εκκλησίας, παρακολουθούν τακτικά και ο αδερφός της είναι ψάλτης
  • Ξεκίνησε τη ζωγραφική ως χόμπυ τόσο στο προσωπικό της στούντιο όσο και με τη ζωγραφική πορτραίτων στους δρόμους, δρομάκια της Σαντορίνης
  • Τελείωσε το θέατρο στα 23 και έκανε μεταπτυχιακό στο Λονδίνο
  • Έκανε διάφορα ταξίδια, διατηρεί ημερολόγιο ταξιδιωτικής συγγραφής δερμάτινο και στη συνέχεια έμαθε Ιταλικά, ξεκινώντας σε ηλικία περίπου 25 ετών
  • Γνώρισε το Στέφανο όσο ήταν στο θέατρο ο οποίος είναι δάσκαλος Μαθηματικών
  • Μετά τις σπουδές της Ευγενίας αυτή και ο Στέφανος επέστρεψαν στη Σαντορίνη
  • Έκανε μία επιτυχημένη καριέρα στο θέατρο με πολλές παραστάσεις
  • Παντρεύτηκαν και μετακόμισαν μόνιμα στην Αθήνα
  • Μέχρι σήμερα ζουν μία απλή και ωραία ζωή
Θέλουμε περισσότερα προσωπικά στοιχεία για τον εαυτό της, σκάλισμα. Η ηρωίδα είναι κομιλφό (πολύ καθώς πρέπει). Περιγραφή όχι μόνο εξωτερικών αλλά και προσωπικών χαρακτηριστικών.

Μπαίνω στο κεφάλι και στο πετσί του ήρωα και γράφω ένα μικρό κείμενο (1ο πρόσωπο) για τις σκέψεις του εκείνη τη στιγμή.

1ο πρόσωπο, Ευγενία
Σαντορίνη, υπέροχο νησί, έχει μία θεατρικότητα… Οι άνθρωποι έρχονται για όλα αυτά, για τα γαϊδουράκια, για τα πλακόστρωτα, για τα τουριστικά, για τους ζωγράφους στο περπάτημά τους. Κάποιες φορές το επιθυμώ κι εγώ, κάποιες μου αρέσει, ενώ κάποιες άλλες μελαγχολώ. Σκέφτομαι όλη αυτή την τυπολατρία και τον κομφορμισμό, την προσαρμογή στις απαιτήσεις και τους τύπους της ομάδας και τρελαίνομαι. Στην ζωή μου προσπάθησα απλά να διαλέξω σωστά. Ίσως αυτό που λένε στην πολιτική για τους ανθρώπους, πως για κάποιες ιδέες χάλασες τη ζωή σου, έμαθες, ισορρόπησες ή απλά χάθηκες, να με αφορούσε κάποτε. Η εποχή αυτή πέρασε, ο άνθρωπος μαθαίνει μόνο από τα λάθη του. Έζησα όμως σε ένα μονοπάτι στο οποίο μερικές φορές νικητής δεν βγαίνει ούτε ο έρωτας, ούτε η ζωή, νικήτρια είναι η Τέχνη. Οι καλλιτέχνες έχουν μέσα τους επανάσταση, διαστροφή μερικές φορές, ανησυχίες, μιλούν για ανατροπή και λάθος, προσπαθούν να κάνουν ορατά τα αόρατα. Απλά, η επανάσταση για το ότι θα έπρεπε να ανήκω κάπου ήταν λάθος. Θες να ανήκεις γιατί μπορείς ή από ανασφάλεια? Ή γιατί ξεβολεύεσαι από τις χίμαιρες και τις ουτοπίες που πλάθει η φαντασία του ανθρώπου? Όλα αυτά όμως στους καλλιτέχνες δίνουν και παίρνουν, είναι από τους λίγους που όταν πεθαίνει κάποιος ακούς στην τηλεόραση καλό παράδεισο… Ένα ταξίδι στο φως λοιπόν, καλησπέρα μας.


Κάποιος παρατηρητής τη στιγμή της φωτογραφίας κοιτάζει. Τι βλέπει το 2ο πρόσωπο, σε 3ο πρόσωπο, και τι σκέψεις κάνει που θα είναι σχετικές με την εικονιζόμενη. Είναι αυτός που περιγράφει.

Μία γυναίκα, ένας άνθρωπος που έμεινε πιστός στο στίγμα του. Ξέρω τι σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι στα νιάτα τους. Εν όψει δυσκολιών, εν όψει προβλημάτων, εν όψει οικονομικής κρίσης, μπορεί να ντουμπλάρουν (να τα αντικαταστήσουν, αντιστρέψουν). Όμως η εμπειρία και η διαύγεια έρχονται με τα χρόνια, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς γυρίσματα στο μυαλό, χωρίς σπασμένα τηλέφωνα. Μπορεί ακόμα το χαμόγελό της να συμβαδίζει με τον εσωτερικό της κόσμο. Έζησε σε μία εποχή πιο αθώα, τότε που τα πάντα ήτανε πιθανά, χωρίς την ψηφιακή κοινωνία του 21ου αιώνα, τα νιάτα της συμβάδισαν με τα 60s. Σαν παλιό σινεμά, άχρονο και αρχετυπικό, που μπορεί και υπάρχει ακόμα…


(Συνεχίζεται)

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Archetype (Η έννοια του αρχέτυπου)

The concept of an archetype is found in areas relating to behavior, modern psychological theory, and literary analysis. An archetype can be

1.) a statement, pattern of behavior, or prototype which other statements, patterns of behavior, and objects copy or emulate;
2.) a Platonic philosophical idea referring to pure forms which embody the fundamental characteristics of a thing;
3.) a collectively-inherited unconscious idea, pattern of thought, image, etc., that is universally present in individual psyches, as in Jungian psychology;
4.) or a constantly recurring symbol or motif in literature, painting, or mythology (this usage of the term draws from both comparative anthropology and Jungian archetypal theory).

In the first sense, many more informal terms are frequently used instead, such as "standard example" or "basic example", and the longer form "archetypal example" is also found. In mathematics, an archetype is often called a "canonical example".

Etymology

The word archetype first entered into English usage in the 1540s and derives from the Latin noun archetypum, latinisation of the Greek noun ἀρχέτυπον (archetupon), whose adjective form is ἀρχέτυπος (archetupos), which means "first-molded", which is a compound of ἀρχή archē, "beginning, origin", and τύπος tupos, which can mean, amongst other things, "pattern," "model," or "type." The word "pattern" comes from the Greek root "pater-", meaning "father", so archetype can be understood as the principle pattern from which others are copied.

Function

Usage of archetype in a specific piece of write up or concept has holistic approach, which further makes it win universal acceptance. Readers get to relate, identify with the characters and situation, both socially and culturally. By deploying common archetype contextually, a writer aims to impart realism to his work. Going by many literary critics, archetypes have a standard and recurring depiction in a particular human culture and/or the whole human race that ultimately lays concrete pillars by shaping the whole structure in a literary work.

Plato

The origins of the archetypal hypothesis date back as far as Plato. Plato's ideas were pure mental forms that were imprinted in the soul before it was born into the world. They were collective in the sense that they embodied the fundamental characteristics of a thing rather than its specific peculiarities. In the seventeenth century, Sir Thomas Browne and Francis Bacon both employ the word 'archetype' in their writings; Browne in The Garden of Cyrus (1658) attempted to depict archetypes in his usage of symbolic proper-names.

Jungian archetypes

The concept of psychological archetypes was advanced by the Swiss psychiatrist Carl Jung, c. 1919. In Jung's psychological framework, archetypes are innate, universal prototypes for ideas and may be used to interpret observations. A group of memories and interpretations associated with an archetype is a complex ( e.g. a mother complex associated with the mother archetype). Jung treated the archetypes as psychological organs, analogous to physical ones in that both are morphological constructs that arose through evolution. At the same time, it has also been observed that evolution can itself be considered an archetypal construct.

Jung states in part one of Man And His Symbols that:

    My views about the 'archaic remnants', which I call 'archetypes' or 'primordial images,' have been constantly criticized by people who lack a sufficient knowledge of the psychology of dreams and of mythology. The term 'archetype' is often misunderstood as meaning certain definite mythological images or motifs, but these are nothing more than conscious representations. Such variable representations cannot be inherited. The archetype is a tendency to form such representations of a motif—representations that can vary a great deal in detail without losing their basic pattern.

Archetypal literary criticism

Archetypal literary criticism argues that archetypes determine the form and function of literary works and that a text's meaning is shaped by cultural and psychological myths. Archetypes are the unknowable basic forms personified or made concrete by recurring images, symbols, or patterns (which may include motifs such as the 'quest' or the 'heavenly ascent;' recognizable character types such as the 'trickster' or the 'hero;' symbols such as the apple or snake; and imagery) and that have all been laden with meaning prior to their inclusion in any particular work.

The archetypes reveal shared roles among universal societies, such as the role of the mother in her natural relations with all members of the family. This archetype may create a shared imaginary which is defined by many stereotypes that have not separated themselves from the traditional, biological, religious and mythical framework.

(Source Wikipedia)

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Unwrap Your Inner Artist

by, Jacob Krueger

 

Take Your Creative Brain Out Of Cold Storage


Remember the expression on Hans Solo’s face when Darth Vader pulled him out of the carbon freezing chamber?  That’s how our Creative Brains feel most of the time.   Frozen.  Helpless. Paralyzed.  Lost.  Mouth open in a silent scream.
It wasn’t always this way.  If you want to remember the time before your editing brain took control, just watch a child play with their holiday presents.  Watch how effortlessly the creativity flows through them.  Each and every child is a creative genius.  They can make things up forever, without ever getting blocked, or every running out of ideas.
A child doesn’t worry about whether or not she’s playing with her Barbie properly, whether her My Little Pony’s journey has the appropriate arc.  A child doesn’t fret over whether or not she has a talent for dialogue, or whether her Tickle-Me-Elmo is a likable character.  A child doesn’t beat herself up over playing wrong, or breaking the rules, or making up a story that nobody else understands.

 

A child simply plays.


Pablo Picasso, one of the greatest artists of all time, said he spent the first half of his life trying to paint like Rembrandt, and the second half of his life trying to paint like a child.
There’s a reason he felt this way and dedicated so much time to this unlikely goal.  There’s a reason why Picasso was so prolific.   And there’s a reason why the work he created in this way was so tremendously successful.
When you tap into your inner child, you’re tapping into the limitless power of your creative mind.  You achieve what Zen Masters call ‘beginners mind’, that magical state before you know the rules, when everything seems possible, and is.
I’ve seen this again and again in my classes.  Young writers who have never picked up a pen before outshining the perfectly polished work of graduates of top film programs.
When you find beginner’s mind, you have nothing to lose.  Because you’re not trying to be good.  You’re just allowing yourself to write.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Love is a moment that lasts forever..

From Morning Coffee to Delightful Talking & From Creative Will to Emotional Fulfillment, always remember dear folks of The Friends & Those Specials Who Love you! Take Care!

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Δε θέλω να ξέρεις, Άννα Βίσση

Juliet The Spirit..

Marion The White Fairy..

Montgomery Father Christmas..

Betty The Alchemist..

MacGregor The Warrior..

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Welcome Harry to Diagon Alley!

Diagon Alley (a pun on the word diagonally) is a fictional high street located in London. It is accessible to the wizarding world, to which it is something of an economic hub, but hidden from Muggles (non-magical people). However, Muggles are allowed access to it if they need to accompany their Muggle-born magical children. If a wizard or witch needs something, chances are that it can be found in Diagon Alley.

One entrance to Diagon Alley can be reached on foot by passing through The Leaky Cauldron (a wizarding pub/inn). The inn, which is invisible to Muggles, lies in between a bookshop and a music shop. To enter Diagon Alley, one must go through The Leaky Cauldron to a rear courtyard and tap a brick in the wall, found by counting three up and two across, three times. In the film, the tapping of 5 bricks around the hole in the wall opens the doorway to Diagon Alley. Given the busy nature of the area, travelling to and from Diagon Alley is likely typically done by more magical means such as Apparition or by using the Floo Network, which are both ways of wizarding transport. It contains Gringotts Bank which is run by goblins, an ice-cream parlour, pet shops, book shops, Ollivander's wand shop, magical clothing shops, broom shops, apothecaries and many others.

The DVD of Harry Potter and the Chamber of Secrets includes a video "guided tour" of Diagon Alley, apparently shot on the original film sets. In the first film, the Leaky Cauldron's entrance was filmed in Bull's Head Passage, near Leadenhall Market. In the sixth film, it was inserted into the actual Charing Cross Road, between a book store and a surveyors' storefront, while Diagon Alley's actual location was revealed to be in an alley called Cecil Court located near Leicester Square, which dates back to 1627.

The name Diagon Alley is a near homophone of the word "diagonally", which is used as a plot device when Harry mispronounces the phrase near the beginning of the Chamber of Secrets film.

Borgin & Burkes

Borgin and Burkes is an antique shop located in Knockturn Alley, containing some dubious or dangerous items such as a cursed opal necklace, or half of a vanishing cabinet set, which is used by Draco Malfoy to infiltrate Hogwarts. Lord Voldemort used to work there after he left Hogwarts during the mid-1940s. Then it was run by a certain Cataractus Burkes, though during the 1990s the only owner we ever hear of seems to be Mr. Borgin.

Eeylops Owl Emporium

Eeylops Owl Emporium sells owls and supplies such as owl treats and cages. Inside, it is dark and full of a low, soft hooting, rustling and the flickering of "jewel-bright eyes." It is here that Rubeus Hagrid purchased a snowy owl for Harry who named her Hedwig in The Philosopher's Stone.

Florean Fortescue's Ice Cream Parlour

Florean Fortescue's Ice Cream Parlour, under the management of the owner Florean Fortescue (founder and shopkeeper), sold ice cream, including sundaes, which could be enjoyed at outdoor tables. Harry spent pleasant hours here working on summer holiday assignments before his third year at Hogwarts in Prisoner of Azkaban. Mr Fortescue himself helped him with his school essays and supplied him with free sundaes every half-hour. Nearing the end of the summer holidays, Harry meets Ron and Hermione here. In the Half-Blood Prince the parlour is boarded up and Fortescue has gone missing. Rowling confirmed that Florean was murdered. Also, in the first book, when Harry goes to get his robes, Hagrid appears outside the window clutching two ice-creams." The parlour sold ice creams such as "one with chocolate and raspberry sauce with chopped nuts", which Harry eats in the first book. In the second book, Harry also buys three large "strawberry and peanut butter" cones for himself, Ron and Hermione.

Flourish & Blotts

Flourish & Blotts sells a great variety of magic books, including textbooks for Hogwarts courses and other books of general magical interest. In the back there is a corner devoted solely to divination, which includes a small table stacked with titles like Predicting the Unpredictable: Insulate Yourself against Shocks and Broken Balls: When Fortunes Turn Foul. Another small display contains the book Death Omens: What to Do When You Know the Worst is Coming.

Usually, there is a display of gold-embossed spell books the size of paving slabs in the window, but in Prisoner of Azkaban, the front window holds an iron cage filled with hundreds of copies of The Monster Book of Monsters. To deal with the vicious books, set for the third year Care of Magical Creatures class by Hagrid, the harassed manager has to gear up with thick gloves and jab at them with a knobbly walking stick, as the books tend to rip each other apart. The manager says that he had thought he had seen the worst when they bought about 200 copies of The Invisible Book of Invisibility, all of which cost a fortune and they never did find them.

In Chamber of Secrets, celebrity author Gilderoy Lockhart signs copies of his autobiography, Magical Me, at the shop the day Harry visits, from 12:30–4:30 p.m. The signing drew a huge crowd of fans (mostly middle-aged women). This is also where Lucius Malfoy slips Tom Riddle's diary into Ginny's battered old Transfiguration book, thus causing the start of the events in Chamber of Secrets.

Gringotts Wizarding Bank

Gringotts Wizarding Bank is the only known bank of the wizarding world and it is operated primarily by goblins. A snowy white building, near the intersection of Knockturn Alley and Diagon Alley, Gringotts towers over all neighbouring shops. Customers pass through a set of bronze doors and then silver ones before entering the lobby. The main floor is paved with marble and has long counters stretching along its length. Within, wizards and witches keep their money and other valuables in vaults that are protected by very complex and very strong security measures. The vaults extend for miles under London and are accessible through rough stone passageways and then by means of magic carts that travel speedily along their tracks. Gringotts also offers Muggle-Wizarding currency exchange. When Harry first visits Gringotts, he is told by Hagrid that one would have to be mad to try to rob Gringotts. Goblins are extremely greedy and will protect their money and valuables at any cost, which is the reason why they are ideal guardians for the valuables of the wizarding world. In addition, according to Hagrid, apart from Hogwarts, Gringotts is considered "the safest place in the world for anything you want to keep safe".

There are a number of methods of opening the vaults. Most vaults, such as Harry's, use small golden keys. Higher security vaults may have various enchantments or other measures upon the doors. For example, the door to Vault 713 needs to be stroked by a certified Gringotts goblin, whereupon it melts away to allow access to the contents. If anyone other than a certified Gringotts goblin touches the door, that person will be sucked into the vault, which is only checked for trapped thieves about once every 10 years. Dragons guard the especially high security vaults found in the lowest reaches of the bank, and a subterranean waterfall called the "Thief's Downfall" acts to overturn carts that pass through it and negate spells used by would-be robbers.

Gringotts Vault 713 held a small parcel wrapped in paper, inside of which was the Philosopher's Stone. Dumbledore sent Hagrid to retrieve it while he escorted Harry. Later that same day, Professor Quirrell broke into the vault under orders from Voldemort. Although he was unsuccessful in obtaining the Philosopher's Stone, the break-in shocked the wizarding world because it was unheard of for Gringotts to be robbed. Griphook claims that the protection had been lessened due to the Vault being emptied. In Deathly Hallows, Harry, Ron, and Hermione, aided by a reluctant Griphook, break into the vault of Bellatrix Lestrange where a Horcrux of Voldemort (Hufflepuff's Cup) is hidden. However, when they enter Bellatrix's vault, which is stocked with all manner of treasures, they discover that the treasure has had Gemino and Flagrante charms placed on it, which, respectively, cause any item to multiply rapidly and go red-hot whenever it is touched. The trio escape with the Horcrux by freeing a half-blind dragon that was part of the security for the vault, and clambering onto its back.

While Gringotts is largely staffed by goblins, including Griphook and Ragnok, it is known that the bank has human employees, though not apparently for banking and accounting services. Bill Weasley worked as a curse-breaker for Gringotts in Egypt, retrieving artefacts from ancient Egyptian tombs and pyramids. Fleur Delacour took a part-time job with Gringotts after participating in the Triwizard Tournament, apparently to improve her English skills, and Wizard guards are mentioned in Deathly Hallows during the break in.

The Leaky Cauldron

The Leaky Cauldron is a dark, shabby pub and inn for wizards, located on the Muggle street of Charing Cross Road in London, offering food, drinks and rooms to rent. It was founded by Daisy Dodderidge (1467–1555) in 1500 "to serve as a gateway between the non-wizarding world and Diagon Alley." The current barman and innkeeper is a wizard named Tom.

On the main floor, the inn has a bar, several private parlour rooms, and a large dining room. On the upper floors, there are a number of rooms available; Harry has stayed in Room 11, which has a talking mirror and windows that allow him to look out onto Charing Cross Road. People often stay at The Leaky Cauldron when they come up to London on shopping trips.

The pub serves as a way of entering into Diagon Alley from the Muggle world for Muggle-borns and their parents (both of whom, until the first letter from Hogwarts, have no magical knowledge or means of entering). The rear of The Leaky Cauldron opens onto a chilly little courtyard where a brick (found by counting three up and two across from a dustbin) is tapped three times.

Madam Malkin's Robes for All Occasions

Madam Malkin's is a clothing shop next to Flourish & Blotts. It sells robes and other clothing, including the standard Hogwarts-required plain black work robes, and dress robes. Madam Malkin, a squat witch who wears mauve robes, and her assistants will tailor the robes to fit right in her shop. Malkin is an archaic term for a crotchety old woman.

Harry has two meetings with Draco in Madam Malkin's shop. This is where Harry meets the first wizard of his own age, Malfoy, for the very first time in Philosopher's Stone. Harry is rather bewildered by the questions Draco asks, because Harry is still unfamiliar with many aspects of the wizarding world. A second meeting occurs just before the beginning of Harry's sixth year, in Half-Blood Prince. This meeting is far more unpleasant, and escalates quickly into a near-duel before Draco and his mother leave in disgust that Hermione would shop there.

Hagrid can never fit in here, so the first time he brought him there, he bought some ice creams while waiting for Harry.

Magical Menagerie

The Magical Menagerie is a magical creature shop that in addition to selling magical creatures also offers advice on animal care and health. The shop is very cramped, noisy and smelly, due to every inch being covered with cages. Among the creatures in the Magical Menagerie are enormous purple toads, a firecrab, poisonous orange snails, a fat white rabbit that can turn into a silk top hat and back, cats of every colour, ravens, puffskeins, and a cage of sleek black rats that play skipping games with their tails.

When Harry, Ron, and Hermione visit in Prisoner of Azkaban, a witch wearing heavy black spectacles helps them. Ron buys Rat Tonic for his pet rat Scabbers, while Hermione buys herself a cat, Crookshanks. Crookshanks had apparently been in there for a very long time, because no one wanted him and he often caused chaos in the shop.

Ollivanders

Ollivanders is a fine wands shop described as "narrow and shabby, with a sign that reads Ollivanders: Makers of Fine Wands since 382 BC in peeling gold letters over the door. The only display in the window overlooking Diagon Alley is a single wand lying on a faded purple cushion in the dusty window. Within, there are countless narrow boxes piled neatly right up to the ceiling and a spindly-legged chair" (Hagrid, however, breaks it after he sits upon it).

Mr. Ollivander, the pale-eyed, white-haired shopkeeper, makes and sells magic wands to witches and wizards as they enter school or break their old wands. He remembers every wand he has ever sold. To determine the best wand for a witch or wizard, Mr Ollivander measures various body parts (including, in Harry's case, between his nostrils) and then checks the reactions of various wands to the buyer, a process to which he refers as "the wand choosing the wizard."

The shop closed when Mr Ollivander went missing in Half-Blood Prince when Voldemort ordered his Death Eaters to kidnap Ollivander to attempt to discover more about the link between his own and Harry's wand. One of his last customers was Neville, for whom he made a wand of cherry and unicorn hair. However, Harry rescues Ollivander in Deathly Hallows.

Potage's Cauldron Shop

Potage's Cauldron Shop sells different varieties and sizes of cauldrons, including copper, brass, pewter, silver, self-stirring, collapsible, and solid gold, according to a sign outside the shop in Philosopher's Stone. Hogwarts requires its students to have a size 2 pewter cauldron (as listed in the Philosopher's Stone book list). Hagrid talked Harry out of buying a solid gold cauldron. The Cauldron Shop is very near to the entrance from The Leaky Cauldron.

Quality Quidditch Supplies

Quality Quidditch Supplies sells broomsticks and Quidditch-related items. The store windows often draw young customers to gaze longingly at the merchandise. Its most famous items on display are the Nimbus 2000 and the Firebolt broomsticks, both of which Harry would eventually own. He spent the summer before his third year gazing at the brand new Firebolt racing broom in the display window. The price is allegedly so large that it is only given upon request, though as Harry never asked, the price is unknown. Ron had previously longed for a full set of Chudley Cannons robes offered at the shop.

Slug and Jiggers Apothecary

The Apothecary sells scales, potions and potion ingredients. The shop is quite fascinating despite its very bad smell (a mixture of bad eggs and rotten cabbage). The inside includes barrels of slimy stuff on the floor, jars of herbs, dried roots and bright powders on the shelves, and bundles of feathers, strings of fangs and snarled claws hanging from the ceiling. Harry regularly buys ingredients, as well as his scales, from the Apothecary. Some of the ingredients available are silver unicorn horns (for twenty-one Galleons each), glittery-black beetle eyes (five Knuts a scoop), Dragon liver(seventeen Sickles an ounce).

Gambol and Japes

Gambol and Japes is a wizarding joke shop. It is briefly mentioned in Chamber of Secrets, where Fred, George and Lee Jordan stock up on "Dr Filibuster's Fabulous Wet-Start, No-Heat Fireworks."

Stalls

As well as many shops, Diagon Alley also contains small stalls. These stalls sell a wide range of things; including magical sweets. In Half-Blood Prince, many witches and wizards try to take advantage of the fear created by Voldemort's return. They set up stalls selling amulets and other objects, which (according to them) protect you against werewolves, Dementors and Inferi. These "dark magic protection" stalls, however, are illegal, and likely scams. Arthur Weasley is the one in charge of arresting their owners.

Wiseacre's Wizarding Equipment

Sells all sorts of equipment used in the wizard world. Harry buys his first telescope here.

Twilfitt and Tatting's

Twilfitt and Tatting's is a wizarding clothing shop located in Diagon Alley, mentioned in Half-Blood Prince by Narcissa Malfoy, who claims she would shop there rather than shopping in Madam Malkin's due to the presence of Harry, Ron, and Hermione.

Weasleys' Wizard Wheezes

Weasleys' Wizard Wheezes is a popular joke shop that started as a small school business created by Fred and George Weasley in the fourth book. It opened its doors at Number 93 Diagon Alley in the summer of the sixth book, using Harry Potter's Triwizard Winnings as starting capital. Weasleys' Wizard Wheezes sells joke and trick items, useful novelties, and Defence Against the Dark Arts items. The front of the shop is described as a fireworks display against the muffled backdrop of the dull shops in Harry's sixth year. Some of their products are U-No-Poo, Skiving Snackboxes, trick wands, Self-Inking, Spelling checking, and Smart Answer Quills, reusable Hangmans, Daydream Charms, muggle magic tricks, Edible Dark Marks, Shield Products, Instant Darkness Powder, Decoy Detonators, joke cauldrons, Wonderwitch products, 10-second pimple vanishers, Pygmy Puffs, and more.

Fred and George started using the name "Weasleys' Wizard Wheezes" in Goblet of Fire for a mail order business selling merchandise, including sweets to help students skip classes. To run their own joke shop had always been their life's ambition—an ambition they were able to realise when Harry gave them his Triwizard Tournament winnings of 1,000 Galleons. After an early departure from Hogwarts in Order of the Phoenix, the two Weasleys set up their shop in Diagon Alley, which quickly became a huge success.

Weasleys' Wizard Wheezes had to be temporarily shut down in Deathly Hallows, because the Death Eaters were keeping an eye on all the Weasleys, but Fred and George continued to run an Owl-Order service.

(Source Wikipedia)

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Άγγελου Τερζάκη, Στοχασμοί για το Φυσικό και το Αληθινό, Από το Δραματικό Στούντιο του Εσωθεάτρου!

Προτού ο νατουραλισμός προσγειώσει το θεατρικό ύφος στο επίπεδο της «φυσικότητας»  ήταν συμφωνημένο  άγραφα κι αυτονόητο πως το ποιητικό έργο –και το Θέατρο είναι ποίηση ή τίποτα-  στηριζόταν σε μια σύμβαση που μεταπλάθει το καθημερινό, το μετουσιώνει και το εξαίρει. Η μετάπλαση αυτή είναι συνήθως ανεπαίσθητη, τόσο επιδέξια ώστε να μην καταργεί αλλά τουναντίον να τονίζει, την εντύπωση του αληθινού.  Δεν πέφτει όμως ποτέ  στο επίπεδο του φωτογραφικά «φυσικού». Η αλήθεια είναι η περιοχή της Τέχνης, όχι η φυσικότης.
Ο νατουραλισμός είναι υπεύθυνος για την θανάσιμη σύγχυση των δύο αυτών όρων. Υποκαθιστώντας την αλήθεια με την φυσικότητα, στέρησε το δραματικό θέατρο από την ικανότητα να συλλαμβάνει το βαθύτερα αληθινό.  Γιατί η αλήθεια της Τέχνης είναι ζωή συμπυκνωμένη, εντατική εν δράσει, με χαρακτήρα οικουμενικό, ενώ η φυσικότητα είναι απατηλό στιγμιότυπο.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Γληνού: «Ώρες σκηνής»)

Το Αρχαίο Ελληνικό Μυστηριακό Θέατρο, Από το Δραματικό Στούντιο του Εσωθεάτρου!

Ο συμβατικός χώρος που αποκαλείται αρχαίο ελληνικό θέατρο και η ορχήστρα του, δεν είναι τόπος προσποίησης μιας πραγματικότητας, μιας παραποιημένης αντιγραφής ζωής, αλλά ο τόπος όπου η ίδια η ζωή βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ενσαρκώνει την «εσωτερική» αλήθεια της, θεατρική αδεία, πέρα από περιορισμούς χώρου και χρόνου. Το θέατρο μπορεί να είναι δημιουργία ανθρώπινη που πραγματεύεται πρόσωπα και τη συμβατική τους δράση στο χωρογίγνεσθαι, όμως το πνεύμα του είναι απόλυτα μεταφυσικό γιατί ξεφεύγει από τα ανθρώπινα στενά μέτρα, θεάται τους ανώτερους κόσμους και επιστρέφει πίσω στη ζωή για να δώσει με εμπιστευτικό τρόπο, τις ιδέες του Δικαίου, του Ωραίου και του Αληθινού. Αυτή είναι η φύση του θεάτρου, εκείνου που αποκαλούμε μυστηριακό, του θεάτρου εκείνου που αναδύεται από τα μυστήρια που ετελούντο στην ιερή πόλη της Ελευσίνας.
Ακολουθώντας τη φυσική διάρθρωση του Σύμπαντος, που είναι ταυτόχρονα ένα και τριπλό, το αρχαίο δράμα χωρίστηκε σε τραγωδία, σατυρικό δράμα και κωμωδία. 
Στη τραγωδία, οι Θεοί και η μοίρα κατευθύνουν τους ανθρώπους και με τη σειρά τους πάλι αυτοί, καθυποτάσσονται στη Δίκη, κάτω απ’ το νόμο της οποίας κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, σύμφωνα με τους αναπόφευκτους συμπαντικούς νόμους. Η ανεξέλεγκτη χρήση της ελευθερίας και η άλογη δράση οδηγούν στην αμαρτία της υπερβολής, στην ύβρη. Μόλις συμβεί η ύβρις, ακολουθεί η Νέμεσις. Έτσι, από τη πλοκή –που εμπλέκει όχι μόνο τους ήρωες αλλά και τους γύρω τους, ακόμα και ολόκληρη την πόλη- οδηγούμαστε στην κορύφωση, στην οριακή δηλαδή εκείνη κατάσταση όπου τα τραγικά γεγονότα έρχονται μοιραία, όμως μετά επέρχεται η λύση, η κάθαρση, η τελική λύτρωση.
Κατά τον Αριστοτέλη το τραγικό αποδίδεται σ’ αυτό το στοιχείο, που μέσα από το φόβο και το έλεος, εξαγνίζει τις ψυχές των παθόντων. Ο τραγικός φόβος, δεν είναι το αίσθημα που νιώθουμε μπροστά στη παρουσία ενός συνήθους κινδύνου αλλά η υποψία πως τα ανθρώπινα πάθη ενδέχεται να διαταράξουν την κοσμική τάξη και να διασαλέψουν την Αρμονία, με ότι αυτό συνεπάγεται. 
 Η κωμωδία απ’ την άλλη, ως αντίθετος πόλος της τραγικής κατάστασης, παρουσιάζει την εξωτερική όψη της ζωής, η οποία βρίσκεται πέρα απ’ τα βάσανα που προκαλεί η ενασχόληση με την αυτογνωσία και την πνευματική άσκηση. Οι ήρωές της, ζουν στη φύση, ζυμώνονται με το χώμα της γης κι αυτή τους ανταμείβει με λογής λογής καλούδια, όπως σκόρδα,  ψωμί, κρασί και λάδι. Έτσι, ευγνώμονες γεμάτοι ευτυχία γλεντούν, μεθούν και χορεύουν ενώ οι Θεοί πάντα παρόντες, παρακολουθούν με συγκατάβαση και ανάλαφρη διάθεση.
Το μυστηριακό θέατρο μέσα απ’ τις μορφές του, προβάλλει την θέα όχι μόνο του χονδροειδούς φυσικού κόσμου αλλά και των πιο λεπτοφυών και ως εκ τούτου, έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ειδικά, η τραγωδία έχει σκοπό να παρασύρει τον θεατή μέσα στη δράση, ενσωματώνοντας τον στο έργο, σα να είναι ένας ακόμα ηθοποιός ή τουλάχιστον κάποιος που συμμετέχει ενεργά, παρακινούμενος απ’ τα ίδια τα γεγονότα. Το ιδανικό αυτού του είδους θεάτρου είναι να βγει ο θεατής διαφορετικός απ’ ότι μπήκε. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για «αλχημικό» θέατρο, αφού κατ’ ουσίαν αυτό που επιχειρείται είναι μια  μετάλλαξη, μετουσίωση των θεατών. 
Η τραγωδία που το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις τράγος και ωδή, το άσμα του τράγου, δηλαδή του Πανός, πηγάζει με άμεσο τρόπο από αφηγήσεις που σχετίζονται με τον Διόνυσο-Βάκχο. Το τραγικό έργο λοιπόν είναι βαθύτατα θρησκευτικό. Άλλωστε η τραγωδία δεν εμφανίζεται ξαφνικά αλλά ως εξέλιξη τελετουργικών δρώμενων, που ήδη υπήρχαν από παλιά, ίσως και προ τεσσάρων χιλιετών, σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. 
Βέβαια καθώς η σωζόμενη αρχαία ελληνική γραμματεία δεν αποτελεί παρά μικρό μέρος, σπάραγμα του συνόλου, αγνοούμε πολλά πράγματα σχετικά με την απαρχή της τραγωδίας και τη σχέση της με τα μυστήρια. Έτσι, δεν γνωρίζουμε ούτε πότε ούτε πως κάποια τελετουργικά μυστικής προέλευσης έγιναν προσιτά με τη μορφή παράστασης σε μη μυημένους.  Φαίνεται πάντως ότι το αρχικό σκηνικό ήταν τα δάση, τα βουνά, τα σπήλαια και οι βράχοι που προσέφεραν φυσικές πέτρινες κερκίδες στους θεατές-κοινωνούς των ιεροτελεστιών. Αυτοί οι φυσικοί χώροι αξιοποιήθηκαν για να ενισχύσουν το πνευματικό αποτέλεσμα του λόγου, του χορού και του τραγουδιού, των υποκριτών-σατύρων. 

Ο Θέσπις είναι αυτός που εισάγει τη δράση στα μέχρι τότε δρώμενα, καθιερώνοντας ένα διάλογο μεταξύ ενός υποκριτή και του χορού, ο οποίος χορεύοντας τελετουργικά, τραγουδούσε μπροστά στο βωμό, μπροστά στο ξόανο του Θεού. Στη συνέχεια, η δράση έγινε πιο σύνθετη. Αυξήθηκε ο αριθμός των υποκριτών και υιοθετήθηκαν προσωπεία μέσα από τα οποία αποκτούσε αλλόκοσμη χροιά και δυνάμωνε ο ήχος της ανθρώπινης φωνής. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ειδικά κοστούμια, διάφορα μηχανικά σκηνικά, κόθορνοι και ξυλοπόδαρα που έδιναν στο σύνολο την εικόνα μιας μεγαλειώδους παράστασης, ικανής να ενθουσιάσει και να διδάξει το κοινό που παρακολουθούσε.
Το αρχαίο λοιπόν ελληνικό θέατρο, με προεξάρχουσα την τραγωδία, αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξης μας και έχει όχι μόνο φόρμα τελετουργική και ύφος και δομή μυστηριακή αλλά τόσο αφετηρία όσο και σκοπό μυστηριακό και εσωτερικό.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Το Θέατρο που Πιστεύουμε, Εσωθέατρο

Θέα-τρον = θέα τριών
Αναστάσιος Ασημακόπουλος (Ενωδών)
Το θέατρο, το αληθινό θέατρο, λέει όλη η εσωτερική φιλοσοφική παράδοση, είναι ΘΕΑ ΤΡΙΩΝ ΚΟΣΜΩΝ. Ο θεατής μετέχει δηλαδή κατ’ ουσίαν, σε μια μυσταγωγία, κατά την οποία ΘΕΑΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ:
α. τον απτό υλικό κόσμο, που εμπίπτει των αισθήσεων και αποκαλείται «πραγματικότητα»
β. τον λεπτοφυέστερο συναισθηματικό-ψυχικό, που διαβιεί μεταξύ λόγου και δράσης και μένει στην μνήμη ως ζωηρή εντύπωση και
γ. τους ανωτέρους υπερβατικούς κόσμους, τους κόσμους της Όντως -κατά Πλάτωνα- Πραγματικότητας.
Η επικοινωνία μεταξύ σκηνής και πλατείας σ’ αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ευκρινής, γιατί το κείμενο ερμηνεύεται από  ηθοποιούς ειδικά εκπαιδευμένους, με δραματική συγκρότηση και ευαισθησία, ικανούς να ανασύρουν από το ψυχικό τους βάθος  πρωταρχικές αλήθειες, οι οποίες, «υλοποιούμενες» στην σκηνή, συγκινούν τους θεατές και ανυψώνουν τις ψυχές σε τέτοια επίπεδα ταύτισης, όπου θεατής, θεώμενος και θέαμα γίνονται Ένα.
Όταν επιτυγχάνεται αυτή η εσωτερική συγκινησιακή φόρτιση, απότοκη της θέασης των τριών κόσμων, τότε μόνον έχει συντελεστεί μια ουσιαστική δραματική πράξη. Οι θεατές αποκαθαίρονται και οι ηθοποιοί νιώθουν ευτυχή πληρότητα, αφού πέτυχαν να συντονιστούν με την ανώτερη έσω-ύπαρξή τους, καταθέτοντας υλικό από τα ψυχικά τους αποθέματα.
Το δε έργο, στον λόγο και στην δραματική του απόδοση, πρέπει να διαθέτει ουσία, αισθητική και μέτρο, κυρίως όμως μέγεθος.  Το ασήμαντο, το ευτελές, το ποταπό… πώς να συγκινήσουν; Το θέατρο οφείλει να τέρπει τις αισθήσεις των θεατών. Το ωραίο πρέπει να γεμίζει τα μάτια τους και ο λόγος να είναι γλυκύς -«ηδυσμένος», όπως λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, στον ορισμό του για την τραγωδία- και να έχει ρυθμό, εναλλαγές και μουσικότητα. Η κίνηση των ηθοποιών στον χώρο να είναι αρμονική, με μέτρο και χάρη και το σκηνικό, τα κοστούμια, οι φωτισμοί, οι ήχοι και η μουσική να συμβάλλουν στην προσφορά ενός άρτιου και υψηλής ποιότητας αισθητικού αποτελέσματος.
Το θέατρο που εμείς υπηρετούμε, έχει αλήθεια. Αποσκοπεί μεν στην αισθητική παρουσίαση του φαινόμενου αλλά ζητά να συλλάβει και το νοούμενο. Δεν μας ενδιαφέρει η φωτογραφική απεικόνιση μιας μίζερης «πραγματικότητας» αλλά το αιώνιο και συνεχές που είναι πίσω από τα πράγματα, που φωλιάζει ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου και στις παύσεις του. Μας αφορά η Αλήθεια και όχι η περιγραφή της. Μας συγκινεί το θέατρο που από μία συγκεκριμένη κατάσταση σε δεδομένο τόπο και χρόνο, οδηγεί τον θεατή στο συμβολικό διαχρονικό επίπεδο και από εκεί, στο Αρχετυπικό, στο άχρονο Τώρα, στο Είναι, όπου νιώθει και συνειδητοποιεί την Αλήθεια και τον εαυτό του μέσα σε αυτήν, ως αιωνιότητα, συνείδηση και ευδαιμονία.
Αυτό είναι το θέατρο: λούσιμο στο Απολλώνειο φως και εσωτερική βύθιση στην θεία Βακχική μανία. Έχοντας αυτές τις σκέψεις για οδηγό, κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας –όπως έλεγε ο δάσκαλος Κάρολος Κουν- μα και για την ψυχή των θεατών.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Έρως + Θάνατος, Εσωθέατρο

Η παράσταση

τριλογία των έργων:

«Ανθρώπινη φωνή» - Ζαν Κοκτώ
«Σαλώμη» - Όσκαρ Ουάιλντ
«Υλικό Μήδειας» (ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ) - Χάινερ Μύλλερ

Τρεις μεγάλοι συγγραφείς. Τρεις γυναίκες στο όριο της ύπαρξης τους. Κοινός παρανομαστής ο ακραίος έρωτας, απόλυτος και θανάσιμος, όπως μόνο αυτός δικαιούται να υπάρχει.

Η αρχή του τέλους, το πάθος χωρίς όρια, οδυνηρό και ανικανοποίητο, είναι ο τελικός εκτελεστής μιας πράξης που από πόθο ζωής καταλήγει σε πόθο θανάτου.

Οι οριακοί χαρακτήρες είναι μια πρόκληση για την εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής στο μεταίχμιο της ύπαρξης της, εκεί που τα όρια καταργούνται και η εξιλέωση έρχεται ως τιμωρός μιας διάψευσης που ακυρώνει τη ζωή.

Μια τριλογία όπου το φως, η εικαστική παρέμβαση και η μουσική, πρωταγωνιστούν εξίσου δυναμικά και συνθέτουν την ιδανική ατμόσφαιρα για τρία έργα σταθμούς στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου.

Η παράσταση παρουσιάστηκε με επιτυχία από το ΘΕΑΤΡΟ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ και, εκ νέου, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στο ΕσωΘέατρο.

Σημείωμα για την Παράσταση

Στην Ανθρώπινη Φωνή, η ηρωίδα δεν είναι κάποια μεγαλώνυμη του μύθου. Είναι μια απλή γυναίκα της καθημερινής ζωής. Η τραγική σύγκρουση που την οδηγεί σε θανάσιμο αδιέξοδο, είναι ο κόσμος που κτίζεται, όπως κτίζεται, γύρω της. Η έλλειψη επικοινωνίας και η αποξένωση, που καταλύουν την τάξη του έρωτα, συνυφασμένου με τον πόθο της ζωής.

Στη Σαλώμη, ο Όσκαρ Ουάιλντ, με το γνωστό εικονοκλαστικό του στυλ, δεν ακολουθεί τη γνωστή εκδοχή του μύθου για τη Σαλώμη. Τον παραλλάσσει καταλυτικά. Η Σαλώμη δεν είναι το άβουλο όργανο της μητέρας της Ηρωδιάδος. Είναι μια παρθένος διχοτομημένη μέσα της από άγρια υπεροπτική οργή και από ακραίο έρωτα για τον ασκητή Ιωάννη, που την απορρίπτει, την καταγγέλλει και την μάχεται ως πόρνη και αμαρτωλή. «Αν με κοίταζες, θα με είχες αγαπήσει» του λέει: «Εγώ σε κοίταξα και σε αγάπησα». Ο χορός της είναι τραγικός, ορμητικός και απεγνωσμένος. Δεν απευθύνεται ουσιαστικά στον Ηρώδη. Εκφράζει την αμφιθυμία της και την τρικυμισμένη ψυχή της και προετοιμάζει την τραγική κατάληξη με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη. Κλυδωνίζεται εσωτερικά και μεταπίπτει από τη χαρά και την ικανοποίηση της εκδίκησης σε σπαρακτική ομολογία αγάπης και συντριβής. Ο λόγος της μοιάζει υπερρεαλιστικός, όπως το παράξενο ερωτικό τοπίο που περιγράφει και οι παραβολές που χρησιμοποιεί για το σώμα του Ιωάννη, ελεφαντόδετος κίονας σε ασημένια βάση.

Το Υλικό Μήδειας του Χάινερ Μύλλερ έχει θέμα το ίδιο, ομώνυμο τραγικό αρχέτυπο του έρωτα και του θανάτου, της προδοσίας και της εκδίκησης, του Ευριπίδη. Όπως συνηθίζει όμως, το αναδημιουργεί ελεύθερα. Βάζει σ' αυτό νέες, σύγχρονες ιδέες και μορφές καταπίεσης και καταναγκασμού. Ερμηνεύει και διαπλάθει το μύθο, συνδέοντάς τον με άλλες διαστάσεις προδοσίας, ανελευθερίας, βιαιότητας που συνακολουθούν την πορεία του ανθρώπου. Ο ακραίος έρωτας της Μήδειας, η δική της αντίληψη για την απόδοση δικαιοσύνης και για την κάθαρση, δεν αφήνει περιθώρια συμβιβασμού. Ο λόγος της δεν εκπορεύεται από συμβατική λογική. Αντλεί από ηφαιστειακό βάθος και από μαινόμενο κύμα υπαρξιακής οργής, ταπείνωσης και απόγνωσης.

Η σύνθεση των τριών έργων σε μια παράσταση, βασίστηκε στον κοινό, κατά βάθος, υπαρξιακό λόγο, με αναφορά στον έρωτα και το θάνατο. Στο πνεύμα αυτό, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στα διαχρονικά στοιχεία. Αυτά που μέσα από νέες κάθε φορά σύγχρονες μορφές, δίνουν στην ουσία το ίδιο υπαρξιακό μήνυμα και επιβεβαιώνουν και εμπλουτίζουν την αειθαλή επικαιρότητα και πρωτοπορία των έργων.

Οι Συντελεστές

Το ΕσωΘέατρο παρουσιάζει το
«Θέατρο χωρίς Σύνορα» στην παράσταση:
«ΕΡΩΣ+ΘΑΝΑΤΟΣ»

Μετάφραση:

    Ανθρώπινη Φωνή, Ολύνα Ξενοπούλου
    Σαλώμη, Αλέξανδρος Θαλασσινός
    Υλικό Μήδειας, Αλέξανδρος Θαλασσινός

Ερμηνεία-Σκηνοθεσία: Ολύνα Ξενοπούλου

    Κίνηση χορού Σαλώμης: Σπύρος Μπερτσάτος
    Σχεδιασμός φωτισμών: Αντώνης Συμεωνάκης
    Βοηθός σκηνοθέτη: Ελισσαίος Βλάχος
    Ήχος: Αλέξανδρος Στρατής
    Γλυπτό Ιωάννη (Σαλώμη): Γιώργος Ρούσσης
    Επιμέλεια μουσικής (Σαλώμη): Χρήστος Γιαννακόπουλος
    Απαγγελία κειμένων: Μαρία Μπατσολάκη,  Αλέξανδρος Στρατής, Ελισσαίος Βλάχος, Ολύνα  Ξενοπούλου 
    Επεξεργασία έργων προβολής: Κώστας Μυλωνάς, Μάγδα Γιαννακοπούλου
    Spot TV: Μαίρη Κλωστού.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

70th Academy Awards 1997

Best Picture

    Titanic - James Cameron, Jon Landau
        As Good as It Gets - James L. Brooks
        The Full Monty - Uberto Pasolini
        Good Will Hunting - Lawrence Bender
        L.A. Confidential - Arnon Milchan

Best Director   

    James Cameron – Titanic
        Peter Cattaneo – The Full Monty
        Atom Egoyan – The Sweet Hereafter
        Curtis Hanson – L.A. Confidential
        Gus Van Sant – Good Will Hunting

Best Actor     Best Actress

    Jack Nicholson – As Good as It Gets
        Matt Damon – Good Will Hunting
        Robert Duvall – The Apostle
        Peter Fonda – Ulee's Gold
        Dustin Hoffman – Wag the Dog

    Helen Hunt – As Good as It Gets
        Helena Bonham Carter – The Wings of the Dove
        Julie Christie – Afterglow
        Judi Dench – Mrs. Brown
        Kate Winslet – Titanic

Best Supporting Actor     Best Supporting Actress

    Robin Williams – Good Will Hunting
        Robert Forster – Jackie Brown
        Anthony Hopkins – Amistad
        Greg Kinnear – As Good as It Gets
        Burt Reynolds – Boogie Nights

    Kim Basinger – L.A. Confidential
        Joan Cusack – In & Out
        Minnie Driver – Good Will Hunting
        Julianne Moore – Boogie Nights
        Gloria Stuart – Titanic

Best Original Screenplay     Best Adapted Screenplay

    Good Will Hunting – Matt Damon and Ben Affleck
        As Good as It Gets – Mark Andrus and James L. Brooks
        Deconstructing Harry – Woody Allen
        The Full Monty – Simon Beaufoy
        Boogie Nights – Paul Thomas Anderson

    L.A. Confidential – Brian Helgeland and Curtis Hanson
        Donnie Brasco – Paul Attanasio
        The Sweet Hereafter – Atom Egoyan
        Wag the Dog – David Mamet and Hilary Henkin
        The Wings of the Dove – Hossein Amini

Best Foreign Language Film     Best Original Song

    Karakter (Netherlands)
        Beyond Silence (Germany)
        Four Days in September (Brazil)
        Secrets of the Heart (Spain)
        The Thief (Russia)

    "My Heart Will Go On" from Titanic – Music by James Horner; Lyrics by Will Jennings
        "Journey to the Past" from Anastasia – Music by Stephen Flaherty; Lyrics by Lynn Ahrens
        "How Do I Live" from Con Air – Music and Lyrics by Diane Warren
        "Miss Misery" from Good Will Hunting – Music and Lyrics by Elliott Smith
        "Go the Distance" from Hercules – Music by Alan Menken; Lyrics by David Zippel

Best Documentary Feature     Best Documentary Short

    The Long Way Home – Rabbi Marvin Hier and Richard Trank
        4 Little Girls – Spike Lee and Sam Pollard
        Ayn Rand: A Sense of Life – Michael Paxton
        Colors Straight Up – Michèle Ohayon and Julia Schachter
        Waco: The Rules of Engagement – Dan Gifford and William Gazecki

    A Story of Healing – Donna Dewey and Carol Pasternak
        Alaska: Spirit of the Wild – George Casey and Paul Novros
        Amazon – Kieth Merrill and Jonathan Stern
        Family Video Diaries: Daughter of the Bride – Terri Randall
        Still Kicking: The Fabulous Palm Springs Follies – Mel Damski and Andrea Blaugrund

Best Live Action Short     Best Animated Short

    Visas and Virtue – Chris Tashima and Chris Donahue
        Dance Lexie Dance – Tim Loane
        It's Good to Talk – Roger Goldby and Barney Reisz
        Sweethearts? – Birger Larsen and Thomas Lydholm
        Wolfgang – Anders Thomas Jensen and Kim Magnusson

    Geri's Game – Jan Pinkava
        Famous Fred – Joanna Quinn
        The Old Lady and the Pigeons – Sylvain Chomet
        Redux Riding Hood – Steve Moore and Dan O’Shannon
        Rusalka – Alexander Petrov

Best Original Dramatic Score     Best Original Musical or Comedy Score

    Titanic – James Horner
        Good Will Hunting – Danny Elfman
        L.A. Confidential – Jerry Goldsmith
        Amistad – John Williams
        Kundun – Philip Glass

    The Full Monty – Anne Dudley
        Men in Black – Danny Elfman
        As Good as It Gets – Hans Zimmer
        My Best Friend's Wedding – James Newton Howard
        Anastasia – Stephen Flaherty, Lynn Ahrens and David Newman

Best Sound Editing     Best Sound Mixing

    Titanic – Tom Bellfort and Christopher Boyes
        Face/Off – Mark Stoeckinger and Per Hallberg
        The Fifth Element – Mark Mangini

    Titanic – Gary Rydstrom, Tom Johnson, Gary Summers and Mark Ulano
        Contact – Randy Thom, Tom Johnson, Dennis S. Sands and William B. Kaplan
        Air Force One – Paul Massey, Rick Kline, Doug Hemphill and Keith A. Wester
        Con Air – Kevin O'Connell, Greg P. Russell and Art Rochester
        L.A. Confidential – Andy Nelson, Anna Behlmer and Kirk Francis

Best Art Direction - Set Decoration     Best Cinematography

    Titanic – Peter Lamont and Michael D. Ford
        Men in Black – Bo Welch; Cheryl Carasik
        Kundun – Dante Ferretti; Francesca Lo Schiavo
        Gattaca – Jan Roelfs; Nancy Nye
        L.A. Confidential – Jeannine Oppewall; Jay Hart

    Titanic – Russell Carpenter
        L.A. Confidential – Dante Spinotti
        The Wings of the Dove – Eduardo Serra
        Amistad – Janusz Kamiński
        Kundun – Roger Deakins

Best Makeup     Best Costume Design

    Men in Black – Rick Baker and David LeRoy Anderson
        Mrs. Brown – Lisa Westcott, Veronica Brebner and Beverley Binda
        Titanic – Tina Earnshaw, Greg Cannom and Simon Thompson

    Titanic – Deborah Lynn Scott
        Kundun – Dante Ferretti
        Oscar and Lucinda – Janet Patterson
        Amistad – Ruth E. Carter
        The Wings of the Dove – Sandy Powell

Best Film Editing     Best Visual Effects

    Titanic – Conrad Buff, James Cameron and Richard A. Harris
        L.A. Confidential – Peter Honess
        Good Will Hunting – Pietro Scalia
        Air Force One – Richard Francis-Bruce
        As Good as It Gets – Richard Marks

    Titanic – Robert Legato, Mark A. Lasoff, Thomas L. Fisher and Michael Kanfer
        The Lost World: Jurassic Park – Dennis Muren, Stan Winston, Randal Dutra and Michael Lantieri
        Starship Troopers – Phil Tippett, Scott Anderson, Alec Gillis and John Richardson

Academy Honorary Award

    Stanley Donen

Gordon E. Sawyer Award

    Don Iwerks

Scientific and Technical Award

    Gunnar P. Michelson

(Source Wikipedia)

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Tips, Hints, Stories of All about Animation Directors!

An animation director is the director in charge of all aspects of the animation process during the production of an animated film or animated segment for a live-action film. This may include directing the character design, background animation, and any other aspect of animation.

The role is not the same as the director of an animated film.

"Animation Director" can sometimes refer to somebody who handles the technical aspect of animation while a director works out everything on storyboards.

Differences between the American and Japanese Models

In the United States, the terms animation director and supervising animator are sometimes used interchangeably, and in essence, they refer to the same thing. As they are usually called supervising animators in the American tradition, animation directors who work in the United States will henceforth be referred to by that term. However, one key difference does exist: under the classical Disney model of American animation, supervising animators directly oversee the animation of a single character. For example, Eric Goldberg was the supervising animator of the Genie in Aladdin, but he was not involved in the animation of any other major characters or sequences.

In a Japanese production, on the other hand, the animation director (Sakuga Kantoku or "Sakkan") oversees all characters, actions, and sequences, unless his or her duties are split among one or more other animation directors. The animation director in these sorts of productions is expected to supervise sequences, not characters, and often draws many of the key frame poses that are the basis for the creation of the rest of the scene. Because characters in a Japanese production are interchangeable between artists and are most often drawn by all the animation directors, the kind of specialized "character acting" found in American productions is rarely replicated or attempted. Instead, an emphasis on action and detail is the focus, especially in feature films. One of the most famous animation directors in Japan was Yoshifumi Kondō, who worked for Studio Ghibli and was considered by many to be one of the best animation artists in Japan.

However, the animator is divided into the character animator who mainly draws living things, such as characters and the machine animator who mainly draws inanimate objects, such as a robot, a car, and an airplane in Japan these days.

Mechanical animation directors are a group largely unique to anime. They oversee the animation of all objects which move under their own power, such as automobiles, tanks, and giant robots. Occasionally, they also animate large, non-human characters, such as monsters, dragons, and living machines. Even more frequently than in character animation, there is a high level of cross-over between mechanical designers and animation directors, and far more often, the mechanical animation directors can be required to animate effects, such as explosions or shell casings being ejected from weapons.

(Source Wikipedia)

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Για τον Durrenmatt από το Στούντιο του Εσωθεάτρου!

Ο Friedrich Dürrenmatt (1921-1990), είναι ίσως ο σημαντικότερος γερμανόφωνος Ελβετός συγγραφέας μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Γεννήθηκε στο Κονολφίνγκεν της Ελβετίας, κοντά στη Βέρνη, στις 5 Ιανουαρίου 1921. Αν και γιος προτεστάντη πάστορα, είχε μια κριτική στάση απέναντι στη θρησκεία, και συνήθιζε να λέει: «είμαι προτεστάντης, οπότε διαμαρτύρομαι» (I am a protestant, so I protest). Ο παππούς του ήταν γνωστός πολιτικός, δημοσιογράφος, σατιριστής και ποιητής και τον ενθάρρυνε ιδιαίτερα στην συγγραφική του καριέρα. Ο Ντύρενματ έγραψε: «Ο παππούς μου πήγε κάποτε στη φυλακή για 10 μέρες εξαιτίας ενός ποιήματος που είχε γράψει· σε μένα προς το παρόν, δεν έγινε τέτοια τιμή».
Ο νεαρός Ντύρενματ δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις ακαδημαϊκές σπουδές φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και θεολογίας· αντ’ αυτού προτίμησε να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Το πρώτο του θεατρικό έργο «Είναι γραμμένο» (Es steht geschrieben), μια σάτιρα εμφανώς επηρεασμένη από τον Αριστοφάνη, δημοσιεύεται το 1947 και κάνει πρεμιέρα στη Ζυρίχη, τον ίδιο χρόνο. Από το 1952 και για το υπόλοιπο του βίου του, ζει στο Νοϊσάτελ και την ίδια χρονιά κάνει την πρώτη του μεγάλη επιτυχία,  τον «γάμο του κ. Μισσισσιπή» (Die Ehe des Herrn Mississippi). Η διεθνής καταξίωση, ωστόσο, έρχεται το 1956, σε ηλικία 35 ετών, με το έργο «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» (Der Besuch der alten Dame) –το οποίο μεταφράζεται σε 40 γλώσσες, παίζεται στο Broadway, και γυρίζεται κινηματογραφική ταινία με την Ingrid Bergman και τον Antony Quinn. Έκτοτε, ο Ντύρενματ σημειώνει αρκετές συγγραφικές επιτυχίες αλλά και κάποιες αποτυχίες, χωρίς να πτοείται αφού είχε την πεποίθηση ότι: «πολλές φορές οι αποτυχίες ενός συγγραφέα είναι εξίσου αποκαλυπτικές γι αυτόν, όσο και τα αριστουργήματά  του». Ο Ντύρενματ εκτός του ότι γράφει πολλά θεατρικά έργα, έχει την τάση να «ρετουσάρει»  τα έργα του και κάποτε να τα συνοδεύει από σχολιασμούς, που ενίοτε προκαλούν περισσότερο πάταγο κι από τα ίδια τα έργα. Ιστορικά έχουν μείνει τα 21 σημεία-σχόλια για το έργο του «οι Φυσικοί». (Die Physiker,1961) Αίσθηση άλλωστε προκαλεί και η πραγματεία του «Προβλήματα του Θεάτρου» (Theaterprobleme  1955). O Ντύρενματ πέραν των θεατρικών έργων, γράφει έργα για το ραδιόφωνο αλλά και «αστυνομικά» μυθιστορήματα, τα οποία αργότερα γυρίζονται σε φιλμ. Γνωστότερο: «Ο δικαστής και ο δήμιος του» (Der Richter und sein Henker, 1950). Επίσης, γράφει φιλοσοφικά δοκίμια και πολιτικά κείμενα. Για μια ορισμένη περίοδο της ζωής του, καταπιάνεται με την σκηνοθεσία και διασκευή κλασσικών κυρίως έργων όπως του Σαίξπηρ και του Στρίντμπεργκ.
       Ασχολείται και με τη ζωγραφική όπου το σημαντικότερο σύμβολό του είναι ο λαβύρινθος κι ο Μινώταυρος, σύμβολο της αγωνίας του ατόμου για ελευθερία και δικαιοσύνη.  Στα 60 του γενέθλια, είχε την τύχη να δει τα ως τότε «άπαντα» του να εκδίδονται σε 29 τόμους. Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διακρίσεις, ενώ χρίστηκε επίτιμος διδάκτωρ σε πολλά πανεπιστήμια. Ο Ντύρενματ πεθαίνει από καρδιακή ανεπάρκεια, στις 14 Δεκεμβρίου του 1990, παραμένοντας δραστήριος και με δημόσια παρουσία και λόγο ως το τέλος.

Μια συνολική θεώρηση του έργου του Dürrenmatt

Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο Ντύρενματ ήταν 18 χρονών. Οι γερμανόφωνοι Ελβετοί της γενιάς του, ήταν οι μόνοι φορείς του γερμανικού πολιτισμού που δεν ήρθαν αντιμέτωποι με τον ζόφο του πολέμου κι ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επιπλέον, ήταν οι μόνοι που δεν ένιωσαν την πίεση των ναζιστών κι έτσι διατήρησαν το πλεονέκτημα να κοινωνούν με την μεγάλη γερμανική παράδοση των Γκαίτε και Σίλλερ. Έτσι, τελειώνοντας ο πόλεμος ο Ντύρενματ μαζί με τον Μαξ Φρις και άλλους, ήταν από εκείνους που  έμελε να καλύψουν το κενό που προέκυψε στη Γερμανική σκηνή.
Στη διάρκεια των σπουδών του μελέτησε τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους τραγωδούς και τον Αριστοφάνη. Στη φιλοσοφία του, δέχτηκε επιδράσεις από τον εξπρεσιονιστή Γεώργιο Κάιζερ, τον Σοπενχάουερ και το Νίτσε αλλά κι από τον Πλάτωνα και τον Κίργκενγκαρντ. Αργότερα, κατά την εποχή συγγραφής των μεγάλων δοκιμίων, ανανέωσε τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα διαβάζοντας Καντ, Έντιγκτον και Καρλ Πόππερ. 
Ο Ντύρενματ φλερτάριζε πάντα με τις αντιθέσεις. Έγραψε τραγικές κωμωδίες, «αστυνομικά» μυθιστορήματα -που τα χαρακτήριζε «αντι-ντεντεκτιβικά», μέχρι  και μια «ανιστόρητη ιστορία». Με αυτή την τελευταία φράση προσδιορίζει ως είδος, το έργο του «Ρωμύλος ο Μέγας».
Ο Ντύρενματ λοιπόν, κινείται από το λογικό στο παράδοξο, από τον πεσσιμισμό στην κωμική προσέγγιση. Πάντα αντιφατικός, πάντα  ανθρώπινος.
Από τον παππού του αποκόμισε τη γνώση ότι αν θες να γίνεις η βουκέντρα της πολιτείας σου, οφείλεις να  θέτεις τα σοβαρά ζητήματα μέσω μιας κωμικής φόρμας. Από εκεί, λοιπόν, ίσως προέρχεται η συνεχής συνδιαλλαγή ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό. Τα σημαντικά, μεταφέρονται επί σκηνής, σαν ένα παραβολικό παιχνίδι: ένα παιχνίδι, που ξαφνικά παίρνει την τραγική, τη «χειρότερη δυνατή» τροπή. Ο τραγικός του ήρωας θυμίζει κάτι από καρικατούρα ή από κλόουν. Κι έτσι, χαρακτηρίζεται ως ο εκφραστής της σύγχρονης τραγικωμωδίας.
Το θέατρο του είναι πολιτικό αλλά και βαθύτατα υπαρξιακό.  Διαποτίζεται από τον προβληματισμό για την δυνατότητα ιδεαλιστικής δράσης του ανθρώπου σε  έναν κόσμο-χάος, όπου ο Θεός αποσύρεται πίσω από τα αστέρια και η τυφλή μοίρα, η τύχη είναι η πραγματική κινητήριος δύναμη.

Είπαν γι’ αυτόν- Είπε αυτός…

Κάποιοι τον συνέκριναν με τον Κάφκα, επειδή στα έργα τους είναι κοινή η παρουσίαση του κόσμου σε αποδόμηση. Ωστόσο, η ματιά του Ντύρενματ ήταν πάντα πιο κωμική.
Με τον Μπρεχτ έχουν κοινά αλλά  και αντιθέσεις. Ο Ντύρενματ ασκεί κριτική στο στρατευμένο θέατρο του Μπρεχτ τονίζοντας πως:  «ένας συγγραφέας μπορεί να εκπληρώνει την υποχρέωση του αν είναι αναρχικός. Πρέπει να επιτίθεται , αλλά να μην στρατεύεται»

Αυτός που αντιμετωπίζει το παράδοξο, εκθέτει τον εαυτό του στην Πραγματικότητα.
(Από τα 21 σημεία για τους Φυσικούς,1962)

Η ελευθερία κάθε ατόμου δεν μπορεί παρά να είναι η ελευθερία του όλου.
(Για την ανοχή,1977)

Αν κάποιος σταθεί έξω από τον κόσμο, τότε δεν απειλείται πλέον. Αλλά δεν έχω ούτε το δικαίωμα ούτε τη δυνατότητα να είμαι ένας απ’ έξω αυτού του κόσμου. 
(Από τα προβλήματα του θεάτρου, 1955)

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Θέα Τριών Κόσμων από το Στούντιο του Εσωθεάτρου!

Το θέατρο που πιστεύουμε

Το θέατρο, το αληθινό θέατρο, λέει όλη η εσωτερική φιλοσοφική παράδοση,  είναι ΘΕΑ ΤΡΙΩΝ ΚΟΣΜΩΝ. Ο θεατής μετέχει δηλαδή κατ’ ουσίαν, σε μια μυσταγωγία, κατά την οποία ΘΕΑΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ:
α. τον απτό υλικό κόσμο, που εμπίπτει των αισθήσεων και αποκαλείται «πραγματικότητα»
β. τον λεπτοφυέστερο συναισθηματικό-ψυχικό, που διαβιεί μεταξύ λόγου και δράσης και μένει στην μνήμη ως ζωηρή εντύπωση και
γ. τους ανωτέρους υπερβατικούς κόσμους, τους κόσμους της Όντως -κατά Πλάτωνα- Πραγματικότητας.
Η επικοινωνία μεταξύ σκηνής και πλατείας σ’ αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ευκρινής, γιατί το κείμενο ερμηνεύεται από  ηθοποιούς ειδικά εκπαιδευμένους,  με δραματική συγκρότηση και ευαισθησία, ικανούς να ανασύρουν από το ψυχικό τους βάθος  πρωταρχικές αλήθειες, οι οποίες, «υλοποιούμενες» στην σκηνή, συγκινούν τους θεατές και ανυψώνουν τις ψυχές σε τέτοια επίπεδα ταύτισης, όπου θεατής, θεώμενος και θέαμα γίνονται Ένα.
Όταν επιτυγχάνεται αυτή η εσωτερική συγκινησιακή φόρτιση, απότοκη της θέασης των τριών κόσμων, τότε μόνον έχει συντελεστεί μια ουσιαστική δραματική πράξη. Οι θεατές αποκαθαίρονται και οι ηθοποιοί νιώθουν ευτυχή πληρότητα, αφού πέτυχαν να συντονιστούν με την ανώτερη έσω-ύπαρξή τους, καταθέτοντας υλικό από τα ψυχικά τους αποθέματα.
Το δε έργο, στον λόγο και στην δραματική του απόδοση, πρέπει να διαθέτει ουσία, αισθητική και μέτρο, κυρίως όμως μέγεθος.  Το ασήμαντο, το ευτελές, το ποταπό… πώς να συγκινήσουν; Το θέατρο οφείλει να τέρπει τις αισθήσεις των θεατών. Το ωραίο πρέπει να γεμίζει τα μάτια τους και ο λόγος να είναι γλυκύς -«ηδυσμένος», όπως λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, στον ορισμό του για την τραγωδία- και να έχει ρυθμό, εναλλαγές και μουσικότητα. Η κίνηση των ηθοποιών στον χώρο να είναι αρμονική, με μέτρο και χάρη και το σκηνικό, τα κοστούμια, οι φωτισμοί, οι ήχοι και η μουσική να συμβάλλουν στην προσφορά ενός άρτιου και υψηλής ποιότητας αισθητικού αποτελέσματος.
Το θέατρο που εμείς υπηρετούμε, έχει αλήθεια. Αποσκοπεί μεν στην αισθητική παρουσίαση του φαινόμενου αλλά ζητά να συλλάβει και το νοούμενο. Δεν μας ενδιαφέρει η φωτογραφική απεικόνιση μιας μίζερης «πραγματικότητας» αλλά το αιώνιο και συνεχές που είναι πίσω από τα πράγματα, που φωλιάζει ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου και στις παύσεις του. Μας αφορά η Αλήθεια και όχι η περιγραφή της. Μας συγκινεί το θέατρο που από μία συγκεκριμένη κατάσταση σε δεδομένο τόπο και χρόνο, οδηγεί τον θεατή στο συμβολικό διαχρονικό επίπεδο και από εκεί, στο Αρχετυπικό, στο άχρονο Τώρα, στο Είναι, όπου νιώθει και συνειδητοποιεί την Αλήθεια και τον εαυτό του μέσα σε αυτήν, ως αιωνιότητα, συνείδηση και ευδαιμονία.  
Αυτό είναι το θέατρο: λούσιμο στο Απολλώνειο φως και εσωτερική βύθιση στην θεία Βακχική μανία. Έχοντας αυτές τις σκέψεις για οδηγό, κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας –όπως έλεγε ο δάσκαλος Κάρολος Κουν- μα και για την ψυχή των θεατών.
Τάσος Προύσαλης

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Το μεταφυσικό στοιχείο της μετά θάνατον ζωής στο θέατρο, από το Στούντιο του Εσωθεάτρου

Το φαινόμενο του θανάτου, καθώς αφορά όλα τα όντα στην όποια τους μορφή -μηδέ εξαιρουμένου του κόσμου της Ύλης- ήταν φυσικό να προσελκύσει και να απασχολήσει και τις τέσσερις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ψυχοδιανόησης: θρησκεία, φιλοσοφία, επιστήμη και τέχνη. Στην αρχαιότητα, αυτές οι λειτουργίες δεν ήταν σαφώς διακριτές αλλά αλληλένδετες. Έτσι, έργα σαν τα Ορφικά και τη Θεογονία του Ησιόδου, τις Πουράνας και τις Ουπανισάδες ή το έπος του Γκιλγκαμές που δίδουν μια εικόνα του Κάτω κόσμου, είναι συνάμα θρησκευτικοφιλοσοφικά αλλά και σπάνιας λογοτεχνικής αξίας κείμενα.
          Πάντως, οι περιγραφές του Ομήρου στη Νέκυια της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας επισκέπτεται τον Κάτω Κόσμο είναι αυτές που ενέπνευσαν περισσότερο απ’ οτιδήποτε, τους κατοπινούς καλλιτέχνες.   
Στους Βατράχους του Αριστοφάνη το -405, περιγράφεται το ταξίδι στον Άδη προς αναζήτηση των τραγικών ποιητών ενώ αρκετά αργότερα ο Λουκιανός (2ος αι+), που τόσο έχει διασκευαστεί για το θέατρο, εκτυλίσσει τους «Νεκρικούς Διαλόγους» του, στο υποχθόνιο βασίλειο του Πλούτωνα.
Φτάνοντας στο Ελισαβετιανό θέατρο και τον Σαίξπηρ, διαπιστώνουμε πως το έργο του βρίθει από το μεταφυσικό στοιχείο και περιέχει πλήθος αναφορών για τη ζωή και το θάνατο όπως το περίφημο «Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία…» του Άμλετ. Από την άλλη, ο συγγραφέας Κρίστοφερ Μάρλοου στήνει το σκηνικό του  «Δόκτορος Φάουστους» στην κόλαση της μεταρρύθμισης των προτεσταντών και έτσι, αποσπά τον χαρακτηρισμό του βλάσφημου. 
Οι περισσότεροι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς που καταπιάνονται με το θέμα της ζωής μετά τον θάνατο, είναι συνήθως βαθύτατα επηρεασμένοι από τον ποιητή της Θείας Κωμωδίας Δάντη –και ειδικά από το τμήμα του έργου του που τιτλοφορείται «Κόλαση»-  αλλά και την Αινειάδα του λατίνου Βιργιλίου, που ο πρώτος θεωρούσε μέντορά του.
          Το θέμα του Ορφέα που κατέρχεται στον Άδη για να πάρει πίσω την αγαπημένη του Ευρυδίκη, συγκίνησε ανά τους αιώνες γλύπτες, μουσικούς, ζωγράφους αλλά και θεατρικούς συγγραφείς όπως για παράδειγμα, τον Ανούιγ. Παρόλ’ αυτά, το σημαντικότερο έργο του 20ου  αιώνα με φόντο τον άλλο κόσμο και την Κόλαση, είναι ένα έργο που έχει αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό, το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο οποίος αναφέρει: «Η Κόλαση είναι οι άλλοι». Ένα ακόμη έργο που τοποθετείται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, στο εδώ και στο επέκεινα και παρουσιάστηκε πρόσφατα σε αθηναϊκή σκηνή είναι το «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων» του Έρικ-Εμμάνουελ Σμίντ.
          Είναι αξιοσημείωτο ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια εντείνεται  η παρουσία, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, ενός ρεύματος θεατρικών συγγραφέων, οι οποίοι πραγματεύονται ζητήματα μεταφυσικά.
          Το μεταφυσικό στοιχείο στο θέατρο δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στη θεματολογία. Αφορά αυτή καθ’ αυτή τη θεατρική πράξη όπως αναλύθηκε από το μεγάλο δάσκαλο Κωνσταντίνο Στανισλάβσκι. Ο Αρτώ, αργότερα, είναι εκείνος που αναφέρθηκε διεξοδικά στη «μεταφυσική στη   θεατρική δράση», θεωρώντας πως το θέατρο οφείλει να μην εγκλωβίζεται αποκλειστικά μες στο λόγο –όπως συμβαίνει κυρίως με το θέατρο στη Δύση- αλλά να επιδιώκει και να αναζητά διάφορες μορφές έκφρασης, προκειμένου να αποκαταστήσει την αρχέγονη λειτουργία του, τη θρησκευτική και μεταφυσική του πλευρά, που το συμφιλιώνει με το συμπαντικό γίγνεσθαι.
                   Έτσι λοιπόν, ενώ η μεταφυσική έχει εξοβελιστεί από το πλαίσιο της σύγχρονης φιλοσοφίας, φαίνεται πως ανθίζει μέσα στη τέχνη και στο θέατρο. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε, πως το μεταφυσικό και το Ιερό βρίσκεται στη ρίζα και καταγωγή του θεάτρου, αφού αυτό αναδύθηκε μέσα από τα μυστήρια της Ελευσίνας  στην αρχαία Ελλάδα.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Lyrics to "Moon River" from Breakfast at Tiffany's

Moon River, wider than a mile,
I'm crossing you in style some day.
Oh, dream maker, you heart breaker,
wherever you're going I'm going your way.
Two drifters off to see the world.
There's such a lot of world to see.
We're after the same rainbow's end
waiting 'round the bend,
my huckleberry friend,
Moon River and me.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

My favorite Quote for 2013!

Characters & Reflections of Characters are displayed through their devotion to a sweet season, so they will philosophically lure among past, present and future!
Menelaos Gkikas

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

REM Losing my Religion Lyrics

Life is bigger
It's bigger than you
And you are not me
The lengths that I will go to
The distance in your eyes
Oh no, I've said too much
I set it up

That's me in the corner
That's me in the spotlight
Losing my religion
Trying to keep up with you
And I don't know if I can do it
Oh no I've said too much
I haven't said enough

I thought that I heard you laughing
I thought that I heard you sing
I think I thought I saw you try

Every whisper
Of every waking hour
I'm choosing my confessions
Trying to keep an eye on you
Like a hurt lost and blinded fool
Oh no, I've said too much
I set it up

Consider this
The hint of the century
Consider this
The slip that brought me
To my knees failed
What if all these fantasies
Come flailing around
Now I've said too much

I thought that I heard you laughing
I thought that I heard you sing
I think I thought I saw you try

But that was just a dream
That was just a dream

That's me in the corner
That's me in the spotlight
Losing my religion
Trying to keep up with you
And I don't know if I can do it
Oh no I've said too much
I haven't said enough

I thought that I heard you laughing
I thought that I heard you sing
I think I thought I saw you try

But that was just a dream, try, cry, why, try
That was just a dream, just a dream, just a dream
Dream

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Alizee, La Isla Bonita!



(Spoken:)
Como podria ser verdad

Last night I dreamt of san pedro 
Just like I'd never gone, I knew the song
A young girl with eyes like the desert
It all seems like yesterday, not far away

Chorus:
Tropical the island breeze
All of nature wild and free
This is where I long to be
La isla bonita
And when the samba played
The sun would set so high
Ring through my ears and sting my eyes
Your Spanish lullaby

I fell in love with San Pedro
Warm wind carried on the sea, he called to me
Te dijo te amo
I prayed that the days would last
They went so fast

(Chorus)

I want to be where the sun warms the sky
When it's time for siesta you can watch them go by
Beautiful faces, no cares in this world
Where a girl loves a boy, and a boy loves a girl

Last night I dreamt of San Pedro
It all seems like yesterday, not far away

(Chorus)

Ta-la-ta-ta-taa

(Chorus)

La-la-la-la-la-la-laaa
Te dijo te amo
La-la-la-la-la-la-laaa
Spoken: El dijo que te ama

Pa-pa-la-pa-pa pa-pa-pa-pahaaa
Aha, aha-ahaaa
La isla bonita
Ahaa, aha-ahaaa...