Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Άγγελου Τερζάκη, Στοχασμοί για το Φυσικό και το Αληθινό, Από το Δραματικό Στούντιο του Εσωθεάτρου!

Προτού ο νατουραλισμός προσγειώσει το θεατρικό ύφος στο επίπεδο της «φυσικότητας»  ήταν συμφωνημένο  άγραφα κι αυτονόητο πως το ποιητικό έργο –και το Θέατρο είναι ποίηση ή τίποτα-  στηριζόταν σε μια σύμβαση που μεταπλάθει το καθημερινό, το μετουσιώνει και το εξαίρει. Η μετάπλαση αυτή είναι συνήθως ανεπαίσθητη, τόσο επιδέξια ώστε να μην καταργεί αλλά τουναντίον να τονίζει, την εντύπωση του αληθινού.  Δεν πέφτει όμως ποτέ  στο επίπεδο του φωτογραφικά «φυσικού». Η αλήθεια είναι η περιοχή της Τέχνης, όχι η φυσικότης.
Ο νατουραλισμός είναι υπεύθυνος για την θανάσιμη σύγχυση των δύο αυτών όρων. Υποκαθιστώντας την αλήθεια με την φυσικότητα, στέρησε το δραματικό θέατρο από την ικανότητα να συλλαμβάνει το βαθύτερα αληθινό.  Γιατί η αλήθεια της Τέχνης είναι ζωή συμπυκνωμένη, εντατική εν δράσει, με χαρακτήρα οικουμενικό, ενώ η φυσικότητα είναι απατηλό στιγμιότυπο.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Γληνού: «Ώρες σκηνής»)

Το Αρχαίο Ελληνικό Μυστηριακό Θέατρο, Από το Δραματικό Στούντιο του Εσωθεάτρου!

Ο συμβατικός χώρος που αποκαλείται αρχαίο ελληνικό θέατρο και η ορχήστρα του, δεν είναι τόπος προσποίησης μιας πραγματικότητας, μιας παραποιημένης αντιγραφής ζωής, αλλά ο τόπος όπου η ίδια η ζωή βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ενσαρκώνει την «εσωτερική» αλήθεια της, θεατρική αδεία, πέρα από περιορισμούς χώρου και χρόνου. Το θέατρο μπορεί να είναι δημιουργία ανθρώπινη που πραγματεύεται πρόσωπα και τη συμβατική τους δράση στο χωρογίγνεσθαι, όμως το πνεύμα του είναι απόλυτα μεταφυσικό γιατί ξεφεύγει από τα ανθρώπινα στενά μέτρα, θεάται τους ανώτερους κόσμους και επιστρέφει πίσω στη ζωή για να δώσει με εμπιστευτικό τρόπο, τις ιδέες του Δικαίου, του Ωραίου και του Αληθινού. Αυτή είναι η φύση του θεάτρου, εκείνου που αποκαλούμε μυστηριακό, του θεάτρου εκείνου που αναδύεται από τα μυστήρια που ετελούντο στην ιερή πόλη της Ελευσίνας.
Ακολουθώντας τη φυσική διάρθρωση του Σύμπαντος, που είναι ταυτόχρονα ένα και τριπλό, το αρχαίο δράμα χωρίστηκε σε τραγωδία, σατυρικό δράμα και κωμωδία. 
Στη τραγωδία, οι Θεοί και η μοίρα κατευθύνουν τους ανθρώπους και με τη σειρά τους πάλι αυτοί, καθυποτάσσονται στη Δίκη, κάτω απ’ το νόμο της οποίας κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, σύμφωνα με τους αναπόφευκτους συμπαντικούς νόμους. Η ανεξέλεγκτη χρήση της ελευθερίας και η άλογη δράση οδηγούν στην αμαρτία της υπερβολής, στην ύβρη. Μόλις συμβεί η ύβρις, ακολουθεί η Νέμεσις. Έτσι, από τη πλοκή –που εμπλέκει όχι μόνο τους ήρωες αλλά και τους γύρω τους, ακόμα και ολόκληρη την πόλη- οδηγούμαστε στην κορύφωση, στην οριακή δηλαδή εκείνη κατάσταση όπου τα τραγικά γεγονότα έρχονται μοιραία, όμως μετά επέρχεται η λύση, η κάθαρση, η τελική λύτρωση.
Κατά τον Αριστοτέλη το τραγικό αποδίδεται σ’ αυτό το στοιχείο, που μέσα από το φόβο και το έλεος, εξαγνίζει τις ψυχές των παθόντων. Ο τραγικός φόβος, δεν είναι το αίσθημα που νιώθουμε μπροστά στη παρουσία ενός συνήθους κινδύνου αλλά η υποψία πως τα ανθρώπινα πάθη ενδέχεται να διαταράξουν την κοσμική τάξη και να διασαλέψουν την Αρμονία, με ότι αυτό συνεπάγεται. 
 Η κωμωδία απ’ την άλλη, ως αντίθετος πόλος της τραγικής κατάστασης, παρουσιάζει την εξωτερική όψη της ζωής, η οποία βρίσκεται πέρα απ’ τα βάσανα που προκαλεί η ενασχόληση με την αυτογνωσία και την πνευματική άσκηση. Οι ήρωές της, ζουν στη φύση, ζυμώνονται με το χώμα της γης κι αυτή τους ανταμείβει με λογής λογής καλούδια, όπως σκόρδα,  ψωμί, κρασί και λάδι. Έτσι, ευγνώμονες γεμάτοι ευτυχία γλεντούν, μεθούν και χορεύουν ενώ οι Θεοί πάντα παρόντες, παρακολουθούν με συγκατάβαση και ανάλαφρη διάθεση.
Το μυστηριακό θέατρο μέσα απ’ τις μορφές του, προβάλλει την θέα όχι μόνο του χονδροειδούς φυσικού κόσμου αλλά και των πιο λεπτοφυών και ως εκ τούτου, έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ειδικά, η τραγωδία έχει σκοπό να παρασύρει τον θεατή μέσα στη δράση, ενσωματώνοντας τον στο έργο, σα να είναι ένας ακόμα ηθοποιός ή τουλάχιστον κάποιος που συμμετέχει ενεργά, παρακινούμενος απ’ τα ίδια τα γεγονότα. Το ιδανικό αυτού του είδους θεάτρου είναι να βγει ο θεατής διαφορετικός απ’ ότι μπήκε. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για «αλχημικό» θέατρο, αφού κατ’ ουσίαν αυτό που επιχειρείται είναι μια  μετάλλαξη, μετουσίωση των θεατών. 
Η τραγωδία που το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις τράγος και ωδή, το άσμα του τράγου, δηλαδή του Πανός, πηγάζει με άμεσο τρόπο από αφηγήσεις που σχετίζονται με τον Διόνυσο-Βάκχο. Το τραγικό έργο λοιπόν είναι βαθύτατα θρησκευτικό. Άλλωστε η τραγωδία δεν εμφανίζεται ξαφνικά αλλά ως εξέλιξη τελετουργικών δρώμενων, που ήδη υπήρχαν από παλιά, ίσως και προ τεσσάρων χιλιετών, σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. 
Βέβαια καθώς η σωζόμενη αρχαία ελληνική γραμματεία δεν αποτελεί παρά μικρό μέρος, σπάραγμα του συνόλου, αγνοούμε πολλά πράγματα σχετικά με την απαρχή της τραγωδίας και τη σχέση της με τα μυστήρια. Έτσι, δεν γνωρίζουμε ούτε πότε ούτε πως κάποια τελετουργικά μυστικής προέλευσης έγιναν προσιτά με τη μορφή παράστασης σε μη μυημένους.  Φαίνεται πάντως ότι το αρχικό σκηνικό ήταν τα δάση, τα βουνά, τα σπήλαια και οι βράχοι που προσέφεραν φυσικές πέτρινες κερκίδες στους θεατές-κοινωνούς των ιεροτελεστιών. Αυτοί οι φυσικοί χώροι αξιοποιήθηκαν για να ενισχύσουν το πνευματικό αποτέλεσμα του λόγου, του χορού και του τραγουδιού, των υποκριτών-σατύρων. 

Ο Θέσπις είναι αυτός που εισάγει τη δράση στα μέχρι τότε δρώμενα, καθιερώνοντας ένα διάλογο μεταξύ ενός υποκριτή και του χορού, ο οποίος χορεύοντας τελετουργικά, τραγουδούσε μπροστά στο βωμό, μπροστά στο ξόανο του Θεού. Στη συνέχεια, η δράση έγινε πιο σύνθετη. Αυξήθηκε ο αριθμός των υποκριτών και υιοθετήθηκαν προσωπεία μέσα από τα οποία αποκτούσε αλλόκοσμη χροιά και δυνάμωνε ο ήχος της ανθρώπινης φωνής. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ειδικά κοστούμια, διάφορα μηχανικά σκηνικά, κόθορνοι και ξυλοπόδαρα που έδιναν στο σύνολο την εικόνα μιας μεγαλειώδους παράστασης, ικανής να ενθουσιάσει και να διδάξει το κοινό που παρακολουθούσε.
Το αρχαίο λοιπόν ελληνικό θέατρο, με προεξάρχουσα την τραγωδία, αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξης μας και έχει όχι μόνο φόρμα τελετουργική και ύφος και δομή μυστηριακή αλλά τόσο αφετηρία όσο και σκοπό μυστηριακό και εσωτερικό.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Το Θέατρο που Πιστεύουμε, Εσωθέατρο

Θέα-τρον = θέα τριών
Αναστάσιος Ασημακόπουλος (Ενωδών)
Το θέατρο, το αληθινό θέατρο, λέει όλη η εσωτερική φιλοσοφική παράδοση, είναι ΘΕΑ ΤΡΙΩΝ ΚΟΣΜΩΝ. Ο θεατής μετέχει δηλαδή κατ’ ουσίαν, σε μια μυσταγωγία, κατά την οποία ΘΕΑΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ:
α. τον απτό υλικό κόσμο, που εμπίπτει των αισθήσεων και αποκαλείται «πραγματικότητα»
β. τον λεπτοφυέστερο συναισθηματικό-ψυχικό, που διαβιεί μεταξύ λόγου και δράσης και μένει στην μνήμη ως ζωηρή εντύπωση και
γ. τους ανωτέρους υπερβατικούς κόσμους, τους κόσμους της Όντως -κατά Πλάτωνα- Πραγματικότητας.
Η επικοινωνία μεταξύ σκηνής και πλατείας σ’ αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ευκρινής, γιατί το κείμενο ερμηνεύεται από  ηθοποιούς ειδικά εκπαιδευμένους, με δραματική συγκρότηση και ευαισθησία, ικανούς να ανασύρουν από το ψυχικό τους βάθος  πρωταρχικές αλήθειες, οι οποίες, «υλοποιούμενες» στην σκηνή, συγκινούν τους θεατές και ανυψώνουν τις ψυχές σε τέτοια επίπεδα ταύτισης, όπου θεατής, θεώμενος και θέαμα γίνονται Ένα.
Όταν επιτυγχάνεται αυτή η εσωτερική συγκινησιακή φόρτιση, απότοκη της θέασης των τριών κόσμων, τότε μόνον έχει συντελεστεί μια ουσιαστική δραματική πράξη. Οι θεατές αποκαθαίρονται και οι ηθοποιοί νιώθουν ευτυχή πληρότητα, αφού πέτυχαν να συντονιστούν με την ανώτερη έσω-ύπαρξή τους, καταθέτοντας υλικό από τα ψυχικά τους αποθέματα.
Το δε έργο, στον λόγο και στην δραματική του απόδοση, πρέπει να διαθέτει ουσία, αισθητική και μέτρο, κυρίως όμως μέγεθος.  Το ασήμαντο, το ευτελές, το ποταπό… πώς να συγκινήσουν; Το θέατρο οφείλει να τέρπει τις αισθήσεις των θεατών. Το ωραίο πρέπει να γεμίζει τα μάτια τους και ο λόγος να είναι γλυκύς -«ηδυσμένος», όπως λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, στον ορισμό του για την τραγωδία- και να έχει ρυθμό, εναλλαγές και μουσικότητα. Η κίνηση των ηθοποιών στον χώρο να είναι αρμονική, με μέτρο και χάρη και το σκηνικό, τα κοστούμια, οι φωτισμοί, οι ήχοι και η μουσική να συμβάλλουν στην προσφορά ενός άρτιου και υψηλής ποιότητας αισθητικού αποτελέσματος.
Το θέατρο που εμείς υπηρετούμε, έχει αλήθεια. Αποσκοπεί μεν στην αισθητική παρουσίαση του φαινόμενου αλλά ζητά να συλλάβει και το νοούμενο. Δεν μας ενδιαφέρει η φωτογραφική απεικόνιση μιας μίζερης «πραγματικότητας» αλλά το αιώνιο και συνεχές που είναι πίσω από τα πράγματα, που φωλιάζει ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου και στις παύσεις του. Μας αφορά η Αλήθεια και όχι η περιγραφή της. Μας συγκινεί το θέατρο που από μία συγκεκριμένη κατάσταση σε δεδομένο τόπο και χρόνο, οδηγεί τον θεατή στο συμβολικό διαχρονικό επίπεδο και από εκεί, στο Αρχετυπικό, στο άχρονο Τώρα, στο Είναι, όπου νιώθει και συνειδητοποιεί την Αλήθεια και τον εαυτό του μέσα σε αυτήν, ως αιωνιότητα, συνείδηση και ευδαιμονία.
Αυτό είναι το θέατρο: λούσιμο στο Απολλώνειο φως και εσωτερική βύθιση στην θεία Βακχική μανία. Έχοντας αυτές τις σκέψεις για οδηγό, κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας –όπως έλεγε ο δάσκαλος Κάρολος Κουν- μα και για την ψυχή των θεατών.