Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Θέα Τριών Κόσμων από το Στούντιο του Εσωθεάτρου!

Το θέατρο που πιστεύουμε

Το θέατρο, το αληθινό θέατρο, λέει όλη η εσωτερική φιλοσοφική παράδοση,  είναι ΘΕΑ ΤΡΙΩΝ ΚΟΣΜΩΝ. Ο θεατής μετέχει δηλαδή κατ’ ουσίαν, σε μια μυσταγωγία, κατά την οποία ΘΕΑΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ:
α. τον απτό υλικό κόσμο, που εμπίπτει των αισθήσεων και αποκαλείται «πραγματικότητα»
β. τον λεπτοφυέστερο συναισθηματικό-ψυχικό, που διαβιεί μεταξύ λόγου και δράσης και μένει στην μνήμη ως ζωηρή εντύπωση και
γ. τους ανωτέρους υπερβατικούς κόσμους, τους κόσμους της Όντως -κατά Πλάτωνα- Πραγματικότητας.
Η επικοινωνία μεταξύ σκηνής και πλατείας σ’ αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ευκρινής, γιατί το κείμενο ερμηνεύεται από  ηθοποιούς ειδικά εκπαιδευμένους,  με δραματική συγκρότηση και ευαισθησία, ικανούς να ανασύρουν από το ψυχικό τους βάθος  πρωταρχικές αλήθειες, οι οποίες, «υλοποιούμενες» στην σκηνή, συγκινούν τους θεατές και ανυψώνουν τις ψυχές σε τέτοια επίπεδα ταύτισης, όπου θεατής, θεώμενος και θέαμα γίνονται Ένα.
Όταν επιτυγχάνεται αυτή η εσωτερική συγκινησιακή φόρτιση, απότοκη της θέασης των τριών κόσμων, τότε μόνον έχει συντελεστεί μια ουσιαστική δραματική πράξη. Οι θεατές αποκαθαίρονται και οι ηθοποιοί νιώθουν ευτυχή πληρότητα, αφού πέτυχαν να συντονιστούν με την ανώτερη έσω-ύπαρξή τους, καταθέτοντας υλικό από τα ψυχικά τους αποθέματα.
Το δε έργο, στον λόγο και στην δραματική του απόδοση, πρέπει να διαθέτει ουσία, αισθητική και μέτρο, κυρίως όμως μέγεθος.  Το ασήμαντο, το ευτελές, το ποταπό… πώς να συγκινήσουν; Το θέατρο οφείλει να τέρπει τις αισθήσεις των θεατών. Το ωραίο πρέπει να γεμίζει τα μάτια τους και ο λόγος να είναι γλυκύς -«ηδυσμένος», όπως λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, στον ορισμό του για την τραγωδία- και να έχει ρυθμό, εναλλαγές και μουσικότητα. Η κίνηση των ηθοποιών στον χώρο να είναι αρμονική, με μέτρο και χάρη και το σκηνικό, τα κοστούμια, οι φωτισμοί, οι ήχοι και η μουσική να συμβάλλουν στην προσφορά ενός άρτιου και υψηλής ποιότητας αισθητικού αποτελέσματος.
Το θέατρο που εμείς υπηρετούμε, έχει αλήθεια. Αποσκοπεί μεν στην αισθητική παρουσίαση του φαινόμενου αλλά ζητά να συλλάβει και το νοούμενο. Δεν μας ενδιαφέρει η φωτογραφική απεικόνιση μιας μίζερης «πραγματικότητας» αλλά το αιώνιο και συνεχές που είναι πίσω από τα πράγματα, που φωλιάζει ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου και στις παύσεις του. Μας αφορά η Αλήθεια και όχι η περιγραφή της. Μας συγκινεί το θέατρο που από μία συγκεκριμένη κατάσταση σε δεδομένο τόπο και χρόνο, οδηγεί τον θεατή στο συμβολικό διαχρονικό επίπεδο και από εκεί, στο Αρχετυπικό, στο άχρονο Τώρα, στο Είναι, όπου νιώθει και συνειδητοποιεί την Αλήθεια και τον εαυτό του μέσα σε αυτήν, ως αιωνιότητα, συνείδηση και ευδαιμονία.  
Αυτό είναι το θέατρο: λούσιμο στο Απολλώνειο φως και εσωτερική βύθιση στην θεία Βακχική μανία. Έχοντας αυτές τις σκέψεις για οδηγό, κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας –όπως έλεγε ο δάσκαλος Κάρολος Κουν- μα και για την ψυχή των θεατών.
Τάσος Προύσαλης

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Το μεταφυσικό στοιχείο της μετά θάνατον ζωής στο θέατρο, από το Στούντιο του Εσωθεάτρου

Το φαινόμενο του θανάτου, καθώς αφορά όλα τα όντα στην όποια τους μορφή -μηδέ εξαιρουμένου του κόσμου της Ύλης- ήταν φυσικό να προσελκύσει και να απασχολήσει και τις τέσσερις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ψυχοδιανόησης: θρησκεία, φιλοσοφία, επιστήμη και τέχνη. Στην αρχαιότητα, αυτές οι λειτουργίες δεν ήταν σαφώς διακριτές αλλά αλληλένδετες. Έτσι, έργα σαν τα Ορφικά και τη Θεογονία του Ησιόδου, τις Πουράνας και τις Ουπανισάδες ή το έπος του Γκιλγκαμές που δίδουν μια εικόνα του Κάτω κόσμου, είναι συνάμα θρησκευτικοφιλοσοφικά αλλά και σπάνιας λογοτεχνικής αξίας κείμενα.
          Πάντως, οι περιγραφές του Ομήρου στη Νέκυια της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας επισκέπτεται τον Κάτω Κόσμο είναι αυτές που ενέπνευσαν περισσότερο απ’ οτιδήποτε, τους κατοπινούς καλλιτέχνες.   
Στους Βατράχους του Αριστοφάνη το -405, περιγράφεται το ταξίδι στον Άδη προς αναζήτηση των τραγικών ποιητών ενώ αρκετά αργότερα ο Λουκιανός (2ος αι+), που τόσο έχει διασκευαστεί για το θέατρο, εκτυλίσσει τους «Νεκρικούς Διαλόγους» του, στο υποχθόνιο βασίλειο του Πλούτωνα.
Φτάνοντας στο Ελισαβετιανό θέατρο και τον Σαίξπηρ, διαπιστώνουμε πως το έργο του βρίθει από το μεταφυσικό στοιχείο και περιέχει πλήθος αναφορών για τη ζωή και το θάνατο όπως το περίφημο «Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία…» του Άμλετ. Από την άλλη, ο συγγραφέας Κρίστοφερ Μάρλοου στήνει το σκηνικό του  «Δόκτορος Φάουστους» στην κόλαση της μεταρρύθμισης των προτεσταντών και έτσι, αποσπά τον χαρακτηρισμό του βλάσφημου. 
Οι περισσότεροι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς που καταπιάνονται με το θέμα της ζωής μετά τον θάνατο, είναι συνήθως βαθύτατα επηρεασμένοι από τον ποιητή της Θείας Κωμωδίας Δάντη –και ειδικά από το τμήμα του έργου του που τιτλοφορείται «Κόλαση»-  αλλά και την Αινειάδα του λατίνου Βιργιλίου, που ο πρώτος θεωρούσε μέντορά του.
          Το θέμα του Ορφέα που κατέρχεται στον Άδη για να πάρει πίσω την αγαπημένη του Ευρυδίκη, συγκίνησε ανά τους αιώνες γλύπτες, μουσικούς, ζωγράφους αλλά και θεατρικούς συγγραφείς όπως για παράδειγμα, τον Ανούιγ. Παρόλ’ αυτά, το σημαντικότερο έργο του 20ου  αιώνα με φόντο τον άλλο κόσμο και την Κόλαση, είναι ένα έργο που έχει αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό, το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο οποίος αναφέρει: «Η Κόλαση είναι οι άλλοι». Ένα ακόμη έργο που τοποθετείται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, στο εδώ και στο επέκεινα και παρουσιάστηκε πρόσφατα σε αθηναϊκή σκηνή είναι το «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων» του Έρικ-Εμμάνουελ Σμίντ.
          Είναι αξιοσημείωτο ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια εντείνεται  η παρουσία, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, ενός ρεύματος θεατρικών συγγραφέων, οι οποίοι πραγματεύονται ζητήματα μεταφυσικά.
          Το μεταφυσικό στοιχείο στο θέατρο δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στη θεματολογία. Αφορά αυτή καθ’ αυτή τη θεατρική πράξη όπως αναλύθηκε από το μεγάλο δάσκαλο Κωνσταντίνο Στανισλάβσκι. Ο Αρτώ, αργότερα, είναι εκείνος που αναφέρθηκε διεξοδικά στη «μεταφυσική στη   θεατρική δράση», θεωρώντας πως το θέατρο οφείλει να μην εγκλωβίζεται αποκλειστικά μες στο λόγο –όπως συμβαίνει κυρίως με το θέατρο στη Δύση- αλλά να επιδιώκει και να αναζητά διάφορες μορφές έκφρασης, προκειμένου να αποκαταστήσει την αρχέγονη λειτουργία του, τη θρησκευτική και μεταφυσική του πλευρά, που το συμφιλιώνει με το συμπαντικό γίγνεσθαι.
                   Έτσι λοιπόν, ενώ η μεταφυσική έχει εξοβελιστεί από το πλαίσιο της σύγχρονης φιλοσοφίας, φαίνεται πως ανθίζει μέσα στη τέχνη και στο θέατρο. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε, πως το μεταφυσικό και το Ιερό βρίσκεται στη ρίζα και καταγωγή του θεάτρου, αφού αυτό αναδύθηκε μέσα από τα μυστήρια της Ελευσίνας  στην αρχαία Ελλάδα.