Το θέατρο που πιστεύουμε
Το θέατρο, το αληθινό θέατρο,
λέει όλη η εσωτερική φιλοσοφική παράδοση, είναι ΘΕΑ ΤΡΙΩΝ ΚΟΣΜΩΝ. Ο
θεατής μετέχει δηλαδή κατ’ ουσίαν, σε μια μυσταγωγία, κατά την οποία
ΘΕΑΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ:
α. τον απτό υλικό κόσμο, που εμπίπτει των αισθήσεων και αποκαλείται «πραγματικότητα»
β. τον λεπτοφυέστερο συναισθηματικό-ψυχικό, που διαβιεί μεταξύ λόγου και δράσης και μένει στην μνήμη ως ζωηρή εντύπωση και
γ. τους ανωτέρους υπερβατικούς κόσμους, τους κόσμους της Όντως -κατά Πλάτωνα- Πραγματικότητας.
Η επικοινωνία μεταξύ σκηνής και πλατείας σ’ αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ευκρινής, γιατί το κείμενο ερμηνεύεται από ηθοποιούς ειδικά εκπαιδευμένους, με δραματική συγκρότηση και ευαισθησία, ικανούς να ανασύρουν από το ψυχικό τους βάθος πρωταρχικές αλήθειες, οι οποίες, «υλοποιούμενες» στην σκηνή, συγκινούν τους θεατές και ανυψώνουν τις ψυχές σε τέτοια επίπεδα ταύτισης, όπου θεατής, θεώμενος και θέαμα γίνονται Ένα.
Όταν επιτυγχάνεται αυτή η εσωτερική συγκινησιακή φόρτιση, απότοκη της θέασης των τριών κόσμων, τότε μόνον έχει συντελεστεί μια ουσιαστική δραματική πράξη. Οι θεατές αποκαθαίρονται και οι ηθοποιοί νιώθουν ευτυχή πληρότητα, αφού πέτυχαν να συντονιστούν με την ανώτερη έσω-ύπαρξή τους, καταθέτοντας υλικό από τα ψυχικά τους αποθέματα.
Το δε έργο, στον λόγο και στην δραματική του απόδοση, πρέπει να διαθέτει ουσία, αισθητική και μέτρο, κυρίως όμως μέγεθος. Το ασήμαντο, το ευτελές, το ποταπό… πώς να συγκινήσουν; Το θέατρο οφείλει να τέρπει τις αισθήσεις των θεατών. Το ωραίο πρέπει να γεμίζει τα μάτια τους και ο λόγος να είναι γλυκύς -«ηδυσμένος», όπως λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, στον ορισμό του για την τραγωδία- και να έχει ρυθμό, εναλλαγές και μουσικότητα. Η κίνηση των ηθοποιών στον χώρο να είναι αρμονική, με μέτρο και χάρη και το σκηνικό, τα κοστούμια, οι φωτισμοί, οι ήχοι και η μουσική να συμβάλλουν στην προσφορά ενός άρτιου και υψηλής ποιότητας αισθητικού αποτελέσματος.
Το θέατρο που εμείς υπηρετούμε, έχει αλήθεια. Αποσκοπεί μεν στην αισθητική παρουσίαση του φαινόμενου αλλά ζητά να συλλάβει και το νοούμενο. Δεν μας ενδιαφέρει η φωτογραφική απεικόνιση μιας μίζερης «πραγματικότητας» αλλά το αιώνιο και συνεχές που είναι πίσω από τα πράγματα, που φωλιάζει ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου και στις παύσεις του. Μας αφορά η Αλήθεια και όχι η περιγραφή της. Μας συγκινεί το θέατρο που από μία συγκεκριμένη κατάσταση σε δεδομένο τόπο και χρόνο, οδηγεί τον θεατή στο συμβολικό διαχρονικό επίπεδο και από εκεί, στο Αρχετυπικό, στο άχρονο Τώρα, στο Είναι, όπου νιώθει και συνειδητοποιεί την Αλήθεια και τον εαυτό του μέσα σε αυτήν, ως αιωνιότητα, συνείδηση και ευδαιμονία.
Αυτό είναι το θέατρο: λούσιμο στο
Απολλώνειο φως και εσωτερική βύθιση στην θεία Βακχική μανία. Έχοντας
αυτές τις σκέψεις για οδηγό, κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας –όπως
έλεγε ο δάσκαλος Κάρολος Κουν- μα και για την ψυχή των θεατών.α. τον απτό υλικό κόσμο, που εμπίπτει των αισθήσεων και αποκαλείται «πραγματικότητα»
β. τον λεπτοφυέστερο συναισθηματικό-ψυχικό, που διαβιεί μεταξύ λόγου και δράσης και μένει στην μνήμη ως ζωηρή εντύπωση και
γ. τους ανωτέρους υπερβατικούς κόσμους, τους κόσμους της Όντως -κατά Πλάτωνα- Πραγματικότητας.
Η επικοινωνία μεταξύ σκηνής και πλατείας σ’ αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ευκρινής, γιατί το κείμενο ερμηνεύεται από ηθοποιούς ειδικά εκπαιδευμένους, με δραματική συγκρότηση και ευαισθησία, ικανούς να ανασύρουν από το ψυχικό τους βάθος πρωταρχικές αλήθειες, οι οποίες, «υλοποιούμενες» στην σκηνή, συγκινούν τους θεατές και ανυψώνουν τις ψυχές σε τέτοια επίπεδα ταύτισης, όπου θεατής, θεώμενος και θέαμα γίνονται Ένα.
Όταν επιτυγχάνεται αυτή η εσωτερική συγκινησιακή φόρτιση, απότοκη της θέασης των τριών κόσμων, τότε μόνον έχει συντελεστεί μια ουσιαστική δραματική πράξη. Οι θεατές αποκαθαίρονται και οι ηθοποιοί νιώθουν ευτυχή πληρότητα, αφού πέτυχαν να συντονιστούν με την ανώτερη έσω-ύπαρξή τους, καταθέτοντας υλικό από τα ψυχικά τους αποθέματα.
Το δε έργο, στον λόγο και στην δραματική του απόδοση, πρέπει να διαθέτει ουσία, αισθητική και μέτρο, κυρίως όμως μέγεθος. Το ασήμαντο, το ευτελές, το ποταπό… πώς να συγκινήσουν; Το θέατρο οφείλει να τέρπει τις αισθήσεις των θεατών. Το ωραίο πρέπει να γεμίζει τα μάτια τους και ο λόγος να είναι γλυκύς -«ηδυσμένος», όπως λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, στον ορισμό του για την τραγωδία- και να έχει ρυθμό, εναλλαγές και μουσικότητα. Η κίνηση των ηθοποιών στον χώρο να είναι αρμονική, με μέτρο και χάρη και το σκηνικό, τα κοστούμια, οι φωτισμοί, οι ήχοι και η μουσική να συμβάλλουν στην προσφορά ενός άρτιου και υψηλής ποιότητας αισθητικού αποτελέσματος.
Το θέατρο που εμείς υπηρετούμε, έχει αλήθεια. Αποσκοπεί μεν στην αισθητική παρουσίαση του φαινόμενου αλλά ζητά να συλλάβει και το νοούμενο. Δεν μας ενδιαφέρει η φωτογραφική απεικόνιση μιας μίζερης «πραγματικότητας» αλλά το αιώνιο και συνεχές που είναι πίσω από τα πράγματα, που φωλιάζει ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου και στις παύσεις του. Μας αφορά η Αλήθεια και όχι η περιγραφή της. Μας συγκινεί το θέατρο που από μία συγκεκριμένη κατάσταση σε δεδομένο τόπο και χρόνο, οδηγεί τον θεατή στο συμβολικό διαχρονικό επίπεδο και από εκεί, στο Αρχετυπικό, στο άχρονο Τώρα, στο Είναι, όπου νιώθει και συνειδητοποιεί την Αλήθεια και τον εαυτό του μέσα σε αυτήν, ως αιωνιότητα, συνείδηση και ευδαιμονία.
Τάσος Προύσαλης